Του Χαράλαμπου Γκότση*
Μετά από δεκατρία χρόνια μηδενικών ή και αρνητικών τιμών στο μέτωπο του πληθωρισμού, όλα δείχνουν ότι έχουμε περάσει στην επόμενη φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από μια ισχυρή αυξητική τάση στο γενικό επίπεδο των τιμών και κυρίως σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων αλλά και πρώτων υλών, οι οποίες είναι πολύ κρίσιμες τόσο για την πορεία της οικονομίας όσο και για τα νοικοκυριά. Εκείνο που ακόμη δε γνωρίζουμε είναι, πόσο έντονη θα είναι και το σπουδαιότερο, ποια θα είναι η διάρκειά της, από την οποία εξαρτάται αν θα οδηγηθούμε σε ένα ανοδικό φαύλο κύκλο υψηλού πληθωρισμού. Το βέβαιο είναι, ότι επιχειρήσεις και καταναλωτές θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, κάτι που σημαίνει, ότι η περίοδος των μηδενικών αυξήσεων ανήκει πλέον στο παρελθόν. Προς το παρόν οι προβλέψεις για το τρέχον έτος συγκλίνουν σε αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών στις ΗΠΑ 5%, στην Ευρώπη 3%, στη Γερμανία 4,5%, ενώ για την Ελλάδα υπολογίζεται ένα 3%, αφού το πρώτο τρίμηνο του έτους καταγράψαμε αρνητικούς ρυθμούς.
Οι αιτίες της αναθέρμανσης
Οι υπαρκτές αιτίες, οι οποίες οδηγούν την αγορά σε αυξητικές τάσεις στις τιμές των τελικών προϊόντων είναι πολλές και με διαφορετική προέλευση. Πρόκειται δηλαδή για την εμφάνιση ενός διεθνούς πολυπαραγοντικού φαινομένου με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούν και την αντιμετώπισή του αρκετά δύσκολη.
Η νομισματική και δημοσιονομική επέκταση
Η ορθή νομισματική πολιτική του «θα κάνω ότι χρειάζεται, όσο και αν κοστίσει» που εφαρμόστηκε, όχι μόνο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και από όλες τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου, τόσο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προέκυψαν από την πανδημία, όσο και εκείνων που έφερε η μεγάλη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, εμφανίζει και κάποιες συνοδευτικές παρενέργειες. Παρά όμως τις απόψεις των μονεταριστών, οι οποίοι υποστηρίζουν σταθερά ότι η αιτία του πληθωρισμού είναι πάντα η αύξηση της ποσότητας του χρήματος εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, η οποία βρίσκεται απέναντι σε μια μικρότερη προσφορά προϊόντων, οι τιμές την προηγούμενη δεκαετία κινήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Και τούτο διότι η αύξηση της ποσότητας του χρήματος από μόνη της δεν επιδρά αυξητικά στις τιμές, αν δε συνοδεύεται και με αύξηση της κυκλοφοριακής ταχύτητάς του. Όταν λοιπόν το νέο χρήμα δε βγαίνει στην αγορά για να ενισχύσει την ενεργό ζήτηση, αλλά παραμένει στα ταμεία των τραπεζών, εκτός δηλαδή οικονομικού κυκλώματος, τότε η επίδρασή του είναι μηδαμινή. Μικρή σημασία εξάλλου έχει η ποσότητα κεντρικού χρήματος, που ούτως ή άλλως αποτελεί μόνο το 1/3 της νομισματικής βάσης, ενώ το υπόλοιπο 2/3 δημιουργείται από τις τράπεζες μέσω του δανεισμού. Αυτός είναι και ο λόγος γιατί παρά την πλημμυρίδα νέου κεντρικού χρήματος, οι τιμές μέχρι πρότινος παρέμεναν σχετικά σταθερές. Τα πράγματα όμως άλλαξαν από τις αρχές του 2021, όταν η αισιοδοξία για την αντιμετώπιση της πανδημίας άρχισε να κερδίζει έδαφος και οι καταναλωτές αύξησαν τις δαπάνες τους για ταξίδια καθώς και για προϊόντα και υπηρεσίες, η αγορά των οποίων είχε αναβληθεί την προηγούμενη περίοδο. Έτσι, η περίοδος της αναγκαστικής αποταμίευσης και της καταναλωτικής αποχής, λόγω της κλειστής αγοράς, φαίνεται ότι αποτελεί παρελθόν, αν βέβαια δεν υπάρξουν νέες απρόβλεπτες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας.
Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, εξάλλου, που εφαρμόστηκε με το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης το 2018 στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, στέφθηκε με επιτυχία, χωρίς ιδιαίτερες παρενέργειες στο μέτωπο του πληθωρισμού. Οι οικονομίες ανέκαμψαν και κάλυψαν γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών σε παραγωγή και εισοδήματα. Οι πρόσφατες όμως δημοσιονομικές παρεμβάσεις, με αφορμή την καταπολέμηση των επιπτώσεων σε κοινωνία και οικονομία από την πανδημία, φαίνεται να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι ενισχυτικές παρεμβάσεις του κράτους με σκοπό τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων που επλήγησαν από την υγειονομική κρίση με διοικητικές παρεμβάσεις, περιείχαν και πληθωριστικά στοιχεία. Πάνω από 18,2 δις ευρώ δαπάνησε το ελληνικό δημόσιο περισσότερα από ότι εισέπραξε το 2020. Με τον ίδιο ρυθμό δείχνει να εξελίσσεται το έλλειμμα και το χρόνο που διανύουμε. Αυτά τα ποσά ενισχύουν τη ζήτηση και ωθούν τις τιμές προς τα πάνω. Τούτο δε σημαίνει βέβαια, ότι το κράτος, όπως άλλωστε και Η ΕΚΤ, θα πρέπει να μειώσουν απότομα τις δαπάνες, αλλά να προχωρήσουν σε επιλεκτικές περικοπές εκεί που υπάρχουν περιθώρια χωρίς αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις. Με τη σταδιακή αποσωλήνωση θα μειωθούν και οι πιέσεις στο μέτωπο του πληθωρισμού που προέρχονται από την πλευρά της ζήτησης και θα αποφύγουμε την καλπάζουσα μορφή του, όπως επίσης και την επιστροφή στην ύφεση.
Η εκρηκτική άνοδος των τιμών ενέργειας πλήττει νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Σε αντίθεση με τις αιτίες που έχουν τις ρίζες τους στην εσωτερική αγορά, οι επιδράσεις από το εξωτερικό έχουν πιο βίαιο χαρακτήρα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα καταγράφεται διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, από τις αυξήσεις στα ενεργειακά προϊόντα. Πρώτα απ’ όλα το φυσικό αέριο, του οποίου η τιμή κατά την ΕΛΣΤΑΤ εκτινάχθηκε σε επίπεδα ιστορικού ρεκόρ με αύξηση 91%, ακολουθεί το πετρέλαιο θέρμανσης με 28,9%, ενώ η τιμή του ρεύματος αυξάνεται καθημερινά στο χρηματιστήριο ενέργειας με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε την τιμή ούτε για τον επόμενο μήνα. Τόσο ακριβή ενέργεια έχει να ζήσει η χώρα μας αλλά και η ανθρωπότητα από το 1981, με αφορμή τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Γενναίες αυξήσεις, χωρίς ακόμη να έχει περάσει και το ενεργειακό κόστος στις τιμές, παρατηρούνται και στα τρόφιμα και κυρίως στα φρούτα και λαχανικά (8%), που πλήττουν το εισόδημα κυρίως των χαμηλόμισθων και συνταξιούχων.
Καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα σε συνδυασμό με αύξηση των ναύλων
Νέο φαινόμενο, με το οποίο ήρθαμε αντιμέτωποι αμέσως με την εμφάνιση της πανδημίας, είναι και η διαρραγή της εφοδιαστικής αλυσίδας από την Κίνα, σε ότι αφορά κυρίως την προμήθεια σημαντικών ενδιάμεσων προϊόντων για την ολοκλήρωση της παραγωγής πολλών τελικών προϊόντων στην Ευρώπη, από αυτοκίνητα μέχρι ραδιόφωνα. Παρά την από πολλούς αναμενόμενη εξομάλυνση του εφοδιασμού, φαίνεται ότι πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, τα οποία οδηγούν σε σχέδια ανάπτυξης μονάδων παραγωγής στο εσωτερικό της χώρας τους, κάτι το οποίο βέβαια δε μπορεί να γίνει χωρίς δαπάνες, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν αυξητικά το γενικό επίπεδο των τιμών. Ενδιάμεσα όμως δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τη μείωση της παραγωγής, η οποία φρενάρει την όποια δυναμική είχαν αναπτύξει εν τω μεταξύ οι οικονομίες. Στο όλο σκηνικό έρχονται να προστεθούν και οι δυσκολίες στις μεταφορές, τόσο σε ότι αφορά τους χρόνους παράδοσης όσο και στο κόστος των ναύλων. Μέσα σε ένα χρόνο η αύξηση στο κόστος μεταφοράς ενός Container από την Κίνα για την Ευρώπη έχει πενταπλασιαστεί.
Συμπερασματικά διαπιστώνουμε, ότι ο εκρηκτικός συνδυασμός πληθωρισμού ζήτησης αλλά και κυρίως εισαγόμενου πληθωρισμού κόστους, έρχεται να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα τόσο στα νοικοκυριά, τα ασθενέστερα των οποίων θα αντιμετωπίσουν φαινόμενα φτώχειας, όσο και στις επιχειρήσεις, οι οποίες δυσκολεύονται να αναπτύξουν την παραγωγή τους, με αποτέλεσμα να ακυρώνονται οι πολύ αισιόδοξες προβλέψεις για ανάπτυξη. Το περιβάλλον που διαμορφώνεται δείχνει μάλλον να δικαιώνεται ο Nouriel Roubini, ο οποίος υποστηρίζει ότι την επόμενη μεσοπρόθεσμη περίοδο θα βρεθούμε μπροστά στο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού (Stagflation).
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς