Θετική ατζέντα στην οικονομία θέλει να καλλιεργήσει η κυβέρνηση, που με όχημα την αναπτυξιακή πορεία της χώρας σκοπεύει να ανοίξει ακόμα περισσότερο τη βεντάλια των ανακοινώσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για παροχές σε... δόσεις, με τα μέτρα να ξεδιπλώνονται σταδιακά μέχρι το Δεκέμβριο οπότε και θα ψηφιστεί ο προϋπολογισμός. Ωστόσο οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα μεγάλο μέρος των πολιτών κρατά μικρό καλάθι και αντιμετωπίζει με επιφύλαξη όσα ανακοινώθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Το πακέτο μέτρων που παρουσιάστηκε στη ΔΕΘ ήταν εστιασμένο στο 2022 και προκάλεσε σφοδρή πολιτική σύγκρουση τόσο για το περιεχόμενο του όσο για το ύψος των ανακοινώσεων. Η κυβέρνηση κάνει λόγο για μέτρα 3.5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με το ΣΥΡΙΖΑ να απαντά πως το κόστος για τα νέα μέτρα ουσιαστικά είναι 404 εκατομμύρια ευρώ.
Την ίδια στιγμή μια σειρά θεμάτων πρώτης γραμμής ακόμα δεν έχουν ξεκαθαρίσει και μένει να αποσαφηνιστούν το επόμενο διάστημα. Μεταξύ αυτών είναι το «ψαλίδι» στον ΕΝΦΙΑ (που θα είναι εστιασμένο σε χαμηλά και μεσαία εισοδήματα), η τύχη της εισφοράς αλληλεγγύης σε δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους αλλά και η περαιτέρω μείωση κατά 1.1 ποσοστιαίας μονάδας των ασφαλιστικών εισφορών.
Στο μέτωπο του κατώτατου μισθού έχει κλειδώσει αύξηση 2% για τον Ιανουάριο, με την κυβέρνηση ωστόσο να ανοίγει παράθυρο για περαιτέρω αναπροσαρμογή σε δεύτερη φάση ανάλογα με την πορεία της οικονομίας. Το θέμα αυτό πρόκειται να βρεθεί το επόμενο διάστημα στην πρώτη γραμμή της πολιτικής αντιπαράθεσης, με το ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει κατώτατο μισθό στα 800 ευρώ. Να σημειωθεί πως σχετική συζήτηση γίνεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την Ισπανία να ανοίγει το δρόμο και να ανακοινώνει αναδρομική αύξηση 15 ευρώ από την 1η Σεπτεμβρίου.
Πάντως η συζήτηση για νέες παροχές «φουντώνει» την εκλογολογία, παρά το ότι η κυβέρνηση μιλά για εξάντληση της τετραετίας. Σε αυτή τη φάση το ενδιαφέρον στρέφεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων και κυρίως στο πως είδαν οι πολίτες τα μέτρα που ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ.
Στις πρόσφατες έρευνες η Νέα Δημοκρατία κρατά το καθαρό δημοσκοπικό της προβάδισμα. Ωστόσο οι οικονομικές εξαγγελίες που έγιναν στη Θεσσαλονίκη δεν φαίνεται πως έχουν πείσει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της MRB - που έγινε για το Star - οι πολίτες είναι επιφυλακτικοί απέναντι στα νέα μέτρα , καθώς το 58,4% τα αξιολογεί ως «καθόλου ή λίγο αποτελεσματικά», έναντι 30,4% που τα αξιολογεί ως «πολύ ή αρκετά» αποτελεσματικά (ένα ποσοστό 11.2% δεν ξέρει / δεν απαντά).
Την ίδια στιγμή σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της ALCO - που παρουσιάστηκε από το Open - αρνητικό είναι το κλίμα και σε ό,τι αφορά την οικονομία, καθώς 42% εκτιμά ότι ο οικογενειακός προϋπολογισμός έχει επιβαρυνθεί αρκετά από τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων ενώ 27% λέει ότι επηρεάστηκε πολύ. Παράλληλα το 43% σημειώνει ότι τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν βοηθούν καθόλου την οικογένειά τους ενώ 22% απαντούν «λίγο».
Σε αυτή τη φάση πάντως στο κυβερνητικό στρατόπεδο τηρούν στάση αναμονής, καθώς δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια η έκταση των ανατιμήσεων από το εισαγόμενο κύμα ακρίβειας. Η εκτίμηση είναι πως πρόκειται για βραχυπρόθεσμο φαινόμενο με τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων ‘Αδ. Γεωργιάδη να αναφέρει πως από τις γιορτές και μετά θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία αφού «η παγκόσμια ζήτηση θα έχει πλέον εκπληρωθεί, η αγορά των Χριστουγέννων θα έχει τελειώσει και η οικονομία σιγά σιγά θα μπαίνει σε πιο ομαλούς ρυθμούς».
Μάλιστα ο υπουργός σημείωσε πως υπάρχουν προβλέψεις των διεθνών οίκων για μεγάλη αύξηση της ελληνικής οικονομίας και μεγάλη ανάπτυξη το 2021 , που αν επιβεβαιωθούν θα υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για επιπλέον μέτρα στήριξης.
Ουσιαστικά η κυβέρνηση αναμένει τα επόμενα μηνύματα από το πεδίο της οικονομίας για να δει τον δημοσιονομικό αέρα που θα έχει για πρόσθετες παρεμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνουν βιαστικές κινήσεις, καθώς δεν πρέπει να τεθεί εν κινδύνω ο στόχος για ταχύτερη έξοδο το 2022 από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Παράλληλα υπάρχει και η μετέωρη συζήτηση για την ελαστικοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας, η οποία πάντως δεν μπορεί να ξεκινήσει έως ότου ολοκληρωθούν οι γερμανικές εκλογές.
Κατερίνα Κοκκαλιάρη