Από την Πορτογαλία μέχρι τη Σιγκαπούρη και το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικής, τα ποσοστά γεννήσεων μειώνονται με αποτέλεσμα να σταματήσει ή να αντιστραφεί η αύξηση του πληθυσμού στον βιομηχανικό κόσμο.
Αυτή η προοπτική φέρνει μαζί της το φάντασμα της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού, της γήρανσης του πληθυσμού και της στασιμότητας της οικονομικής ανάπτυξης.
Στη Λετονία, αυτό το μέλλον έχει ήδη φτάσει με τη χώρα να αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που θα μπορούσε να γίνει μία από τις καθοριστικές προκλήσεις για τον βιομηχανικό κόσμο: να ξεμείνει από πληθυσμό.
Όπως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της πρώην Σοβιετικής Ανατολικής Ευρώπης, τα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων της Λετονίας έχουν επιδεινωθεί από δύο παράγοντες. Αφενός από τη μακροχρόνια φυγή των νέων για δουλειές με υψηλότερες αμοιβές στη Δύση, αφετέρου από την απροθυμία της χώρας να δεχτεί μετανάστες εκτός Ευρώπης.
Το αποτέλεσμα είναι ένα έθνος του οποίου ο πληθυσμός μειώνεται πιο γρήγορα από άλλων χωρών, όπως για παράδειγμα η Ιαπωνία και η Ιταλία, όπου τα ποσοστά γεννήσεων είναι χαμηλότερα.
Από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, που έφερε ανοιχτά σύνορα και την ελευθερία των πολιτών της να εργάζονται οπουδήποτε στο μπλοκ, η Λετονία έχει χάσει το 17% του πληθυσμού της. Και μόνο η γειτονική της Λιθουανία έχει χάσει περισσότερους καθώς ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας μειώθηκε κατά 23% την ίδια περίοδο.
Πέρυσι, η Λετονία κατέγραψε τον χαμηλότερο σε ένα αιώνα αριθμό και την πιο μεγάλη πτώση πληθυσμού στην ΕΕ, στο 0,8%. Το πρώτο μισό του 2021 ήταν ακόμη χειρότερο, με διπλάσιους θανάτους από γεννήσεις.
Τώρα, η χώρα με πληθυσμό λιγότερο από δύο εκατομμύρια προσπαθεί να αντιστρέψει το δημογραφικό ολίσθημα. Φέτος, η κυβέρνηση υιοθέτησε νέες πολιτικές που αποσκοπούν στην ενίσχυση του αναπαραγωγικού πληθυσμού και την επιστροφή των ομογενών στην πατρίδα, αλλά μέχρι στιγμής έχει αρνηθεί να ενθαρρύνει τη μετανάστευση από χώρες εκτός της ΕΕ.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Wall Street Journal