Της Μαρίας Καραμεσίνη*
Το πρόγραμμα «πρώτο ένσημο» για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων 18 έως 29 χωρίς προηγούμενη εργασιακή εμπειρία αποτελεί μια από τις σημαντικές εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ με άμεσο και βασικό στόχο τον πολιτικό προσεταιρισμό του νεανικού εκλογικού σώματος, που ο ίδιος και η κυβέρνηση της ΝΔ έχουν πολλαπλά στοχοποιήσει και εξοργίσει από το ξεκίνημα της πανδημίας. Το δέλεαρ που παρέχει το πρόγραμμα στους άνεργους νέους είναι μια εξάμηνη απασχόληση και μηνιαία προσαύξηση, με κρατική επιδότηση, του μισθού που θα περιλαμβάνεται στην ατομική σύμβαση εργασίας τους κατά 100 ευρώ για πλήρη απασχόληση ή 50 ευρώ για μερική. Το ίδιο ποσό επιδότησης του εργατικού κόστους προβλέπεται να έχει και ο εργοδότης.
Το πρόγραμμα, όπως περιληπτικά εξαγγέλθηκε από τον κ. Μητσοτάκη, διαφέρει ουσιωδώς από τα προγράμματα επιχορήγησης του εργατικού κόστους των επιχειρήσεων για την πρόσληψη άνεργων νέων σε νέες θέσεις εργασίας που έχει ιστορικά υλοποιήσει ο ΟΑΕΔ ως προς τέσσερα στοιχεία. Πρώτο, καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού αναφοράς παρέχοντας ατομικό δικαίωμα σε όλα τα μέλη του, δεύτερο, η πρωτοβουλία ανήκει στον-ην άνεργο-η να βρει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση προκειμένου να επιδοτηθεί, τρίτο, δεν θέτει προϋπόθεση την απασχόληση του-ης άνεργου-ης νέου-ας σε νέα θέση εργασίας, ώστε η επιχείρηση να μην έχει κίνητρο να υποκαθιστά το ήδη υπάρχον μη επιδοτούμενο προσωπικό και, τέταρτο, εγκαινιάζει για πρώτη φορά χρηματική επιβράβευση της εύρεσης εργασίας ως κίνητρο για αναζήτηση εργασίας, δηλαδή την «ενεργοποίηση» των ανέργων.
Ο πρωθυπουργός δικαιολόγησε το πρόγραμμα στη συνέντευξη τύπου λέγοντας ότι η ανεργία των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας και χωρίς εργασιακή εμπειρία νέων οφείλεται στο ότι οι εργοδότες δεν τους προτιμούν έναντι των πιο ώριμων εργαζόμενων επειδή είναι συγκριτικά ακριβότεροι, με βάση τη σχέση μισθού/παραγωγικότητας. Έτσι, η κρατική επιχορήγηση των 100 ευρώ μηνιαία προς τους εργοδότες θα τους δώσει κίνητρο για προσλήψεις από αυτήν την ομάδα. Ωστόσο, οι αμοιβές των νεοεισερχόμενων συγκεντρώνονται στην πράξη γύρω από τον κατώτατο μισθό –και κάτω από αυτόν σε περίπτωση μερικής απασχόλησης – όπως και στις εισαγωγικές βαθμίδες της μισθολογικής κλίμακας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ενώ ακόμα και μεταξύ των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό οι εργοδοτικές εισφορές είναι κατά 6,66 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερες για τα άτομα ηλικίας έως 25 ετών, που κοστίζουν λιγότερο για τις επιχειρήσεις από τα μεγαλύτερης ηλικίας. Δεδομένης της υπερσυγκέντρωσης των νεοεισερχόμενων νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία γύρω από τον κατώτατο μισθό, το πρωθυπουργικό επιχείρημα υπαινίσσεται ότι ο κατώτατος μισθός χωρίς τριετίες είναι υψηλός και πρέπει να μειωθεί. Δεν έχει όμως διατυπωθεί κάτι τέτοιο ευθέως στη δημόσια συζήτηση. Θα επιτρέψει το πρόγραμμα να επιχορηγηθούν εργοδότες με δημόσιο χρήμα για να παρέχουν θέσεις εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό;
Επίσης οι νέοι έχουν κατά κανόνα πιο επίκαιρες επαγγελματικές γνώσεις και περισσότερες ψηφιακές δεξιότητες από τους μεγαλύτερους, μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά και προσαρμοστικότητα στις νέες τεχνολογίες, που αντισταθμίζουν την έλλειψη εμπειρίας. Άρα, η έλλειψη της τελευταίας δεν σημαίνει πάντα ούτε εξ ορισμού χαμηλότερη παραγωγικότητα των νεοεισερχόμενων νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία και άρα δεν χρειάζεται να επιδοτηθούν όλοι οι νέοι με 100 ευρώ μηνιαία προκειμένου να αποκτήσουν την πρώτη τους εργασιακή εμπειρία. Αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία έχει δείξει τη μεγάλη ευαισθησία που έχει η νεανική ανεργία στον οικονομικό κύκλο και τη διακύμανση της δραστηριότητας συγκεκριμένων κλάδων παραγωγής που τους απορροφούν κατά προτεραιότητα. Επίσης έχει δείξει τις επιπτώσεις στη νεανική ανεργία της αναπόφευκτης και αναγκαίας σχετικής αυτονομίας του εκπαιδευτικού από το παραγωγικό σύστημα.
Αν όμως η ανεργία των νέων δεν οφείλεται στη χώρα μας στο συγκριτικά υψηλό εργατικό κόστος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας νέων χωρίς εργασιακή εμπειρία, τότε, στην καλύτερη περίπτωση, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει ως εργαλείο νομιμοποίησης της νεανικής μαύρης εργασίας παρέχοντας στους εργοδότες ευχέρεια ασφάλισης των νέων και στους τελευταίους μέσο πίεσης απέναντι στους πρώτους, ενώ στη χειρότερη περίπτωση θα λειτουργήσει ως εργαλείο μαζικής επιδότησης θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο ή τους βασικούς μισθούς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Το πρόγραμμα μπορεί επίσης να επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στις κοινωνικές αντιλήψεις για τα αίτια της ανεργίας αλλά και στις συμπεριφορές των άνεργων νέων, όπως και στη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Οι άνεργοι νέοι που θα περιφέρονται από επιχείρηση σε επιχείρηση με την επιταγή προπληρωμένου χρόνου εργασίας στο χέρι, αναζητώντας την επιχείρηση που θα θέλει να τη μοιραστεί μαζί τους με αντάλλαγμα μια θέση εργασίας στο επάγγελμα ή στο αντικείμενο σπουδών τους, θα θεωρηθούν πλέον μη ενεργοί ή ανίκανοι εάν δεν βρουν επιχείρηση να τους προσλάβει και υπεύθυνοι για την παράταση της ανεργίας τους. Επίσης, οι ατομικές διαπραγματεύσεις τους με τους εργοδότες ενδέχεται ασκήσουν πτωτική επίδραση τους μισθούς που οι τελευταίοι είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν, με τη δικαιολογία της ύπαρξης της προσαύξησης, ενώ η έλλειψη ασφαλιστικών δικλείδων μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε υποκατάσταση μη επιδοτούμενου προσωπικού από τους δικαιούχους προπληρωμένου χρόνου εργασίας.
Τέλος, το μοντέλο της ατομικής ευθύνης των ανέργων, αλλά περισσότερο αυτό της ατομικής διαπραγμάτευσης των μισθών, που προωθείται μέσα από το «καρότο» της προσαύξησης του μισθού, αποτελούν απειλή για την ολοκληρωτική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή των κοινωνικών σημείων αναφοράς που συγκροτούν τη βάση της (συγκριτικής) αξίας της εργατικής δύναμης και της συλλογικής διαπραγμάτευσης των όρων αναπαραγωγής της. Το πρόγραμμα «πρώτο ένσημο» δεν είναι τόσο αθώο όσο φαίνεται.
*Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ.