Αφιέρωμα στους Γερμανούς φιλέλληνες, οι οποίοι στήριξαν την Ελλάδα στον αγώνα για την Ελευθερία το 1821 ,δημοσιεύει η Süddeutsche Zeitung :
«Στις αρχές του 1822 ο νεαρός γιατρός Χάινριχ Τράιμπερ παίρνει το πλοίο από το Λιβόρνο της Ιταλίας για να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Έχει ξεμείνει σε ένα χωριό κοντά στους Δελφούς και δεν ξέρει τι να κάνει. ‘Δεν είχαμε καμία είδηση από την Πελοπόννησο' γράφει, ‘ενώ οι Τούρκοι συγκεντρώνουν στρατεύματα στους πρόποδες του Παρνασσού'. Η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο. Η εξέγερση απέναντι στους Οθωμανούς, που επί 400 χρόνια είχαν υποτάξει την ελληνική ενδοχώρα, άρχισε το 1821 στην πελοποννησιακή χερσόνησο. Μετά από έναν χρόνο, δεν είχε κριθεί τίποτα ακόμη…» Κάπως έτσι μας παρουσιάζει η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung στο αφιέρωμά της με τον εύλογο τίτλο «Από αγάπη για την Ελλάδα» τον νεαρό από τη Θουριγγία που ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα για να περιθάλψει τους πολεμιστές. Έμεινε στην Ελλάδα της Ανεξαρτησίας, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον ελληνικό στρατό, δίδαξε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το προτεσταντικό νεκροταφείο της Αθήνας έγινε η τελευταία του κατοικία.
Τα υπόλοιπα αφηγείται στην εφημερίδα του Μονάχου ο τελευταίος απόγονος του Τράιμπερ: «Ο Νίκος Αποστολίδης λέει ότι ‘είχε ακούσει στο Παρίσι για την εξέγερση των Ελλήνων και το επόμενο βήμα ήταν να πάρει το πλοίο από την Ιταλία για την Αίγινα, μαζί με άλλους 20 έως 25 φιλέλληνες'. Ο Νίκος Αποστολίδης, 95 ετών, είναι δισέγγονος του Χάινριχ Αλόιζιους Τράιμπερ από τη Θουριγγία, ο οποίος θαύμαζε τον ελληνικό αγώνα για την Ελευθερία απέναντι στους Οθωμανούς. Το πορτρέτο του Τράιμπερ μας παρατηρεί μέσα από επίχρυση κορνίζα στο αθηναϊκό σαλόνι του Αποστολίδη». Όπως σημειώνει η επί σειρά ετών ανταποκρίτρια της γερμανικής εφημερίδας στην Αθήνα «οι Γερμανοί, με 342 άτομα, ήταν η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών που ανέπτυξαν ένοπλη φιλελληνική δράση, επί συνόλου 940 ατόμων που γνωρίζουμε με τα ονόματά τους. Λιγότεροι, με διαφορά, ήταν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί».
Από την Ελλάδα στον …πρόεδρο Λίνκολν
Οι ρομαντικές, φιλελληνικές προσδοκίες δεν δικαιώνονταν πάντοτε. Μάλλον απογοητευμένος ο Φραντς Λίμπερ, διδάκτωρ φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Ιένας που βρέθηκε στην Ελλάδα της εξέγερσης, περιγράφει την κατάσταση ως εξής, σύμφωνα πάντα με τη Süddeutsche Zeitung: «Εκτός από τους ‘ιδεαλιστές΄ υπήρχαν οι ‘μεσόκοποι αξιωματικοί που είχαν μείνει χωρίς προαγωγή', οι ανικανοποίητοι ‘που ήθελαν ή έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους’, οι ‘εραστές της περιπέτειας και οι άχρηστοι'. Το 1822, ήδη μετά από λίγους μήνες παραμονής, ο Φραντς Λίμπερ έφυγε από την Ελλάδα σε κατάσταση αποδιοργάνωσης. Διαμαρτυρόταν για την απειθαρχία, για την ‘ακαταστασία' που επικρατούσε στη χώρα εκείνη που ήθελε να απελευθερώσει. Αλλά ούτε και στη Γερμανία βρήκε την ελευθερία που αποζητούσε. Αργότερα βρέθηκε στις ΗΠΑ και έγινε σύμβουλος του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου (1861-1865).
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η γερμανική εφημερίδα στον επιχειρηματία Κωνσταντίνο Βελέντζα, που είχε την πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός Μουσείου Φιλελληνισμού στην Αθήνα: «Τέσσερις όροφοι γεμάτοι εκθέματα για την Επανάσταση, πίνακες, όπλα, ντοκουμέντα». Το αφιέρωμα κλείνει με μία ακόμη ιστορία αγάπης για την Ελλάδα: «Η Μπετίνα φον Σαβινύ, κόρη δικηγόρου στην Πρωσική Αυλή. Είχε ερωτευθεί έναν Έλληνα που σπούδαζε στο Βερολίνο, κοντά στον πατέρα της. Τα γράμματα της Μπετίνα προς τους γονείς της έχουν διασωθεί. Περιγράφουν τις αντίξοες συνθήκες της ζωής στο νέο κράτος, την έλλειψη στέγης, το κρύο, τις ασθένειες. Χωρίς περιστροφές η Σαβινύ εκφράζει τη γνώμη της και για την Αυλή, όπου εισπράττει ‘μία άθλια προκατάληψη εναντίον των Ελλήνων και υπέρ των Βαυαρών'». Η Μπετίνα φον Σαβινύ, ανιψιά του Κλέμενς Μπρεντάνο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 30 ετών και έχει ταφεί στο Α' Νεκροταφείο».