Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Υποθέτουμε ότι τόσο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας το γνωρίζουν. Τις τελευταίες ημέρες, με την πολιτική και θρησκευτική ηγεσία των Ταλιμπάν δεν συζητούν μόνον Αμερικανοί εκπρόσωποι της CIA, αλλά και Τούρκοι έμπιστοι του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν. Και το καίριο ερώτημα είναι τι μπορεί να λένε με τους Ταλιμπάν, πέρα από τη σωτηρία κάποιων χιλιάδων Αφγανών, οι οποίοι τα είκοσι χρόνια που πέρασαν συνεργάστηκαν με τους Δυτικούς στην οικοδόμηση μιας καρικατούρας κράτους δικαίου.
Και λέμε καρικατούρα γιατί στο Αφγανιστάν το κτίσιμο τέτοιου κράτους ήταν αδύνατο και παραμένει ουτοπικό σήμερα. Υπ’ αυτή την έννοια, η Δύση, και πρωτίστως η Αμερική, σε μία χώρα υπέρτατης διαφθοράς, τεράστιου αναλφαβητισμού, απίθανης θρησκευτικής τρομοκρατίας και μαζικής χρήσης ναρκωτικών ήταν και είναι αδύνατον να επιβάλει θεσμούς που στον δυτικό κόσμο απαιτήθηκαν πάνω από 1.000 χρόνια για να ευδοκιμήσουν.
Επόμενο ήταν έτσι οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους να υποστούν οδυνηρή ήττα από έναν άτακτο στρατό που κινείται με μοτοσικλέτες και σαράβαλα ημιφορτηγά, κραδαίνοντας Καλάσνικοφ.
Σήμερα, λοιπόν, στο Αφγανιστάν παίζεται ένα απίθανο γεωπολιτικό παιχνίδι, που για την Τουρκία είναι ισχυρότατη τονωτική ένεση. Ήδη στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και σε αρκετά κρατικά ευρωπαϊκά μέσα επικοινωνίας, ο οποιοσδήποτε αρνητικός προβληματισμός για την τουρκική παρουσία στο Αφγανιστάν απαγορεύεται σχεδόν διά ροπάλου. Ο μοναδικός ευρωπαϊκός φορέας που προβληματίζεται σοβαρά με τον ρόλο της Τουρκίας στην αφγανική κρίση είναι η Frontex. Με πολύ προσεκτικά λόγια υψηλά ιστάμενα πρόσωπα αυτού του σημαντικού ευρωπαϊκού οργανισμού προβλέπουν σοβαρή μεταναστευτική κρίση και -ακόμα χειρότερα- άνοδο της τρομοκρατίας στην Ευρώπη, ιδιαίτερα δε σε συγκεκριμένες χώρες. Κατά στελέχη του Οργανισμού (Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοροφυλακής και Ακτοφυλακής), είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι με τους Ταλιμπάν μπορούν να γίνουν αξιόπιστες συζητήσεις. «Η ηγεσία τους», μας είπε στέλεχος της Frontex, «έχει κάποιες χιλιάδες ομήρους στη διάθεσή της, τους οποίους θα τους ανταλλάσσει σταδιακά με χρήμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Στον κόσμο όμως που οι Ταλιμπάν θα στέλνουν στη Δύση θα τοποθετούν και αρκετούς τρομοκράτες, ώστε να ξεκινήσουν εν καιρώ ασύμμετροι πόλεμοι στα κέντρα κάποιων δυτικών χωρών. Το θέμα είναι τεράστιο, επικίνδυνο και η Τουρκία θα έχει πρώτο λόγο στα τεκταινόμενα…»
Με πιο απλά λόγια, ο Ταγίπ Ερντογάν αποκτά ένα σοβαρό διπλωματικό και όχι μόνον εργαλείο, το οποίο είναι σίγουρο ότι κατά κόρον θα χρησιμοποιήσει. Εκβιαστικά βέβαια και προς όφελος μιας γενικότερης εσωτερικής αποσταθεροποίησης της Ευρώπης, ενισχυτικής του ισλαμικού στοιχείου, που ήδη υπάρχει στο εσωτερικό της.
Δεν πρέπει δε να διαφεύγει της προσοχής ότι σύμφωνα με το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών «151 ιμάμηδες έχουν σταλεί από την Τουρκία μέσω των οποίων προσπαθεί να επηρεάσει τους μουσουλμάνους της Ευρώπης την τελευταία δεκαετία».
Η Τουρκία ελέγχει 400 τζαμιά από τα 2.500 που υπάρχουν στη Γαλλία. Γενικώς δε οι Τούρκοι ψηφοφόροι στη Γαλλία είναι υπέρ του Ερντογάν σε μεγαλύτερα ποσοστά απ’ ό,τι οι Τούρκοι της Τουρκίας. Στις προεδρικές εκλογές του 2014 ο Ερντογάν κέρδισε 66% των ψήφων των Τούρκων της Γαλλίας, ενώ στην Τουρκία τον ψήφισε μόνο το 51,79%.
Η πρώτη και η δεύτερη γενιά Τούρκων εμιγκρέδων στην Γαλλία εξακολουθούν και βλέπουν τουρκική τηλεόραση την οποία ελέγχει στο σύνολό της ο Ερντογάν. Στα γαλλικά δημόσια σχολεία, 180 δάσκαλοι διορίζονται απευθείας από την Άγκυρα και διδάσκουν την τουρκική γλώσσα.
Τα πιο πάνω αποτελούν μέρος του σχεδίου ισλαμοποίησης του Ερντογάν για την Ευρώπη κι ας λένε κάποιες όμορφες ψυχές παραμύθια ενσωμάτωσης.
Προσφάτως ο Ερντογάν απέσυρε την Τουρκία από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών κατά της βίας. Με την απόφαση αυτή, ο Τούρκος πρόεδρος είναι αποφασισμένος να προχωρήσει την ισλαμοποίηση της κοινωνίας, αφαιρώντας τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλοφίλων, επειδή δεν έχουν θέση σε μια ισλαμοποιημένη κοινωνία.
Στη σημερινή Τουρκία στα σχολικά βιβλία δοξάζεται ο θρησκευτικός πόλεμος (Jihad), που καταλήγει σε μαρτυρικό θάνατο στη μάχη. Επίσης προβάλλονται τα εθνο-θρησκευτικά επιτεύγματα του νεο-Οθωμανισμού και του Παντουρκισμού, υιοθετούνται θέσεις αντι-κουρδικές και υπάρχει λυσσώδης άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων. Το Ισλάμ διδάσκεται ως πολιτική για να συνδυάζεται με την επιστήμη και την τεχνολογία προς επίτευξη του σκοπού, που είναι η παγκόσμια επικράτηση της Τουρκίας και του τουρκικού ή οθωμανικού ιδεώδους για την παγκόσμια τάξη. Σύμφωνα δε με τα σχολικά προγράμματα σπουδών, το τουρκικό λεκανοπέδιο εκτείνεται από την Αδριατική μέχρι την κεντρική Ασία.
Σε μια πρόσφατη ομιλία του στη Μολδαβία ο Ερντογάν δήλωσε: «Είμαστε μια μεγάλη οικογένεια αποτελούμενη από 300 εκατ. κατοίκους από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος». Αυτά γράφει ο κύριος Γ.Κ. Οικονόμου, πρόεδρος του Ελληνο-Αμερικανικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα, στο περιοδικό «Foreign Affairs» και θέτει ένα σοβαρότατο πρόβλημα, για κάθε πολίτη που πιστεύει στη δημοκρατία εν ελευθερία. Άλλο η προσαρμογή και ενσωμάτωση σε θεσμούς και άλλο η κατάκτηση λαών και κοινωνιών.