Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Τι να γράψεις για τον Μίκη Θεοδωράκη, τον σταυραετό/ απού επέτα στα νέφη και έπαιζε με τις αστραπές/και με τ’αστροπελέκια; Για την εργογραφία του, που χωρούσε ωκεάνια συναισθήματα κι «έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού», ως τα υπέροχα συμφωνικά έργα του;
Για την κατάφαση στη ζωή και τον αγώνα, στις ιδέες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης;
Για τον Πανέλληνα, για τον οικουμενικό, που ξέτρεχε το δίκιο, που έκαμε εχθρούς ν’ ανταμωθούν, φίλους να περισσεύουν, που στον ποταμό της μουσικής του μια σκέψη της νίκης και του θριάμβου παγκόσμια πετιόταν κι έσπαζε την κρούστα της λογικής και τα σύνορα, σε μια διαρκή επικοινωνία με τον λαό, όλων των καταπιεσμένων λαών;
Για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα ή την ανήσυχη προσωπικότητα, την άγρυπνη και δημιουργική, που ένιωθε πάντα την ανάγκη να ξεπερνά τον εαυτό της, που έκαμε περισσότερα απ’ ό,τι μπόρεσε, για να μην ντροπιάσει την ψυχή του, που ήταν από νωρίς ένα δοξάρι, που τέντωνε και παρατέντωνε σε εξορίες, σε ιστορίες, σε νότες, σε μάχες, σε αντιφάσεις, σε φυλακές, σε επιλογές, γεμάτος πληγές, μα όρθιος, όλο σπίθες και φωτιές;
Τέλεψε η μάχη, μα η Ρωμιοσύνη δεν θα κλάψει. Δεν πρέπουν δάκρυα σ’ αυτούς που ήθελαν να πετούν και το κατάφεραν. «Τους ρώταγα: “Γιατί δεν πετάω εγώ;”. “Παιδί μου, το πουλί έχει φτερά”, μου λέγανε και μετά ξαναρώταγα, κουνώντας τα χέρια μου: “Κι αυτά που έχω εγώ τι είναι;”.
Έπαιρνα φόρα, έπεφτα από ψηλά και με έπιαναν τελευταία στιγμή, φτηνά τη γλίτωνα. Ώσπου μια φορά, στη Μυτιλήνη, είχαν βάλει τον παππού μου να με φυλάει.
Παίρνω φόρα, περνάω πάνω απ’ τον παππού μου, πέφτω στον δρόμο και σπάω το πόδι μου». (συνέντευξη τον Μάιο του 2017 στον Αντώνη Μποσκοΐτη, στη Lifo)
Πέρασε πάνω από τον παππού του, πάνω από γραμμές, από πλήθη, από τιμές, από πολιτικές αντιθέσεις, τον είδαμε να πετάει, όπως έγραψε ο Φοίβος Δεληβοριάς, και στα φτερά του προς το μεγάλο, προς το ακόρεστο θα μας κρατάει.
Τέλεψε το χρέος, επικός, μυθολογικός, φλεγόμενος από το πάθος, πάντα πολιτικός, χωμάτινος και υπερβατικός, ρωμαλέα ωραίος. Γι’ αυτό «μη τονε κλαις τον αετό όντε βροντά και βρέχει/ μόνο να κλαις ένα πουλί οπού φτερό δεν έχει».