Τουρκία: Σκληρό καρύδι ο κεμαλισμός

Δευτέρα, 02 Αυγούστου 2021 09:04
via REUTERS/MURAT CETİNMUHURDAR/PPO
A- A A+

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθαν. Χ.  Παπανδρόπουλου

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Αυτοί που έπεισαν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι το πέρασμα από τον κεμαλισμό στον ερντογανισμό θα ήταν εύκολο σχετικά, αργά ή γρήγορα ίσως πληρώσουν ακριβά την αισιοδοξία τους. Για ποικίλους λόγους, ο κεμαλισμός στην Τουρκία αντέχει και η όποια απότομη κατάργησή του θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τον κύριο Ερντογάν. Η προσκόλληση της Τουρκίας στη Δύση συμπληρώνει 100 χρόνια ζωής και η διάλυση θεσμών και δεσμών που υπάρχουν μεταξύ των δύο πλευρών δεν είναι μια απλή πολιτική και φιλοσοφική υπόθεση. 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε εξάλλου ότι μόλις πριν από 8 χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν έπαιζε ανοιχτά το δυτικό χαρτί και μόνον όταν διαπίστωσε ότι -πολύ σωστά- το ίδιο κάνει και η Ελλάδα, άρχισε να αλλάζει κατεύθυνση. Για να δείξει, δε, την αλλαγή πορείας, μεσούσης της Αραβικής Άνοιξης, σχεδίασε και μια παρωδία πραξικοπήματος δήθεν ανατροπής του.

Με την ενέργειά του αυτή, ο Τούρκος πρόεδρος θόλωσε τα νερά, αλλά παράλληλα έστελνε και ποικίλα μηνύματα προς φίλους και αντιπάλους. Το αποτυχημένο πραξικόπημα ήταν όμως και συγκεκριμένη πολιτική πράξη στο εσωτερικό της χώρας. Άνοιξε στον Τούρκο πρόεδρο τον δρόμο ενός νέου αυταρχισμού, με θρησκευτικό χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή όμως αναβάθμιζε και το εσωτερικό Ισλάμ, τον μόνιμο εχθρό του κεμαλισμού, παρά κάποιες παροδικές λυκοφιλίες. 

Όποιος έχει επισκεφθεί τη γείτονα δεν διατηρεί καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για μια χώρα στην οποία καθίστανται όλο και πιο ορατά τα σημάδια μιας ανατολικού τύπου κοινωνίας. Παρά τη διατεταγμένη εκκοσμίκευση του κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1923, μεταξύ της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της εφαρμογής του δόγματος του έθνους - κράτους, στην Τουρκία δεν μεσολάβησε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός. 

Έτσι η Τουρκία έφθασε στον 20ό αιώνα κάνοντας ένα ιστορικό άλμα από την πεφωτισμένη δεσποτεία στην αστική δημοκρατία χωρίς συγκροτημένη αστική τάξη, δεδομένου ότι το εμπόριο και η πραγματική οικονομία βρίσκονταν κυρίως στα χέρια των πληθυσμών (Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι) που δεν ενσωματώθηκαν στο νεοπαγές κράτος. Στη σημερινή Τουρκία έτσι, ναι μεν υπάρχουν ισχυροί φιλικοί προς τη Δύση θύλακες, με σημαντικές εξουσίες, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει όμως τι θα κάνουν σε μια σοβαρή αντιπαράθεση με τον ισλαμισμό.

Όπως αναφέρει σ’ ένα εξαιρετικό κείμενό του ο δρ. Ανδρέας Δαβαλάς στην ελληνική έκδοση της επιθεώρησης «ForeignAffairs», με την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923, επιβλήθηκε μια κοινοβουλευτική, κοσμική, συνταγματική δημοκρατία, στην οποία καταργήθηκε το Χαλιφάτο, η πολυγαμία, ο φερετζές, και δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες.

Παράλληλα υιοθετήθηκε το λατινικό αλφάβητο και γράφτηκε μια κατά παραγγελία ιστορία, βάσει της οποίας οι Τούρκοι ήταν οι πρόγονοι όλων των αρχαίων φυλών της Μ. Ασίας. Για τις ριζοσπαστικές αυτές μεταρρυθμίσεις τέθηκε εγγυητής ο στρατός, ενώ από το 1930 ο Ατατούρκ είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), να μονοπωλήσει την εξουσία για δυο δεκαετίες. Με αποκορύφωμα τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές του 1946, οπότε επεκράτησε διά της βίας και νοθείας. Είναι σαφές έτσι, ότι ο Κεμάλ δεν επέβαλε απλά ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, αλλά στην ουσία αντικατέστησε μια θεοκρατία με μια νέα θρησκεία που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «κεμαλιστική θεοκρατία». Έτσι ίσως εξηγείται το γεγονός ότι ο θεσμικός εκσυγχρονισμός παρέμεινε τόσο ανίσχυρος που χρειάσθηκαν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα μεταξύ 1960 και 1980 για να επιβιώσει το κεμαλικό status quo.

Στο πλαίσιο αυτό, στη μεταοθωμανική Τουρκία, η απουσία ταξικών αντιπαραθέσεων που στις αστικές δημοκρατίες εκφράζεται μέσω του κομματικού ανταγωνισμού μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, διοχέτευσε τους μη προνομιούχους στην ισλαμική παράδοση.

Ήδη από το 1972 ο Ερμπακάν, ο πατέρας του πολιτικού Ισλάμ, είχε ιδρύσει το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας, το οποίο μετείχε στην ετερόκλητη κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ετζεβίτ, υπεύθυνη για την εισβολή στην Κύπρο, αποδεικνύοντας ότι ο εθνικισμός είναι ο κοινός παρονομαστής μεταξύ κεμαλισμού και Ισλάμ. Με το σκεπτικό αυτό, ο αποβιώσας Τουργκούτ Οζάλ «πίστευε πως θα μπορούσε να πετύχει μια σύνθεση του κεμαλικού εθνικισμού με την ισλαμική θρησκευτική παράδοση, σε μια νέα πορεία που θα δημιουργούσε μια Τουρκία, υπερδύναμη της ευρύτερης περιοχής».

Οι νοσταλγοί της παράδοσης αυτής που στην πραγματικότητα δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, ήταν θέμα χρόνου να ισχυροποιηθούν πολιτικά και το 1996 να καταλάβουν την εξουσία με τον Ερμπακάν, στην κυβέρνηση συνεργασίας με την Τσιλέρ και το Κόμμα Ορθού Δρόμου (Dogru Yol Partisi). Παρότι το Κόμμα της Ευημερίας τέθηκε εκτός νόμου το 1998 και το διάδοχό του Κόμμα της Αρετής (Fazilet Partisi) το 2001, ο Ερμπακάν επέβαλε οριστικά στο πολιτικό σκηνικό την ιδεολογία της Θρησκευτικής Άποψης (MillI Gorus). Διαμέσου αυτής, η κοσμικότητα υπηρετεί πλέον μια ισλαμιστικού προσανατολισμού κρατική οντότητα με αντιδυτικά και εθνικιστικά στοιχεία. Αυτή την πολιτική κληρονομιά αξιοποίησε ο Ερντογάν για να αναρριχηθεί στην εξουσία, με σκοπό να αλλάξει εκ βάθρων τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Τουρκία του 21ου αιώνα. Ο κεμαλισμός όμως δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη του.

Προτεινόμενα για εσάς



Δημοφιλή