Του Αλέξη Νικολαΐδη*
Η συνεισφορά του εξαγωγικού εμπορίου στη διαμόρφωση του εθνικού προϊόντος και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων είναι πλέον αυταπόδεικτη. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δείχνουν να έχουν αντιληφθεί τη σημασία του: από το 2009, όταν και άρχισε η μακρόχρονη οικονομική ύφεση, κατά την οποία η Ελλάδα έχασε μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της, έως και πέρυσι, η αξία των εξαγωγών προϊόντων της χώρας αυξήθηκε κατά 71%.
*Ο κ. Νικολαϊδης είναι Associate Advisor του Τομέα Βιομηχανίας, Ανάπτυξης, Δικτύων & Περιφερειακής Πολιτικής ΣΕΒ
Η πρόοδος της Ελλάδας δεν είναι αμελητέα. Όσοι αντιλήφθηκαν τις ευκαιρίες του διεθνούς περιβάλλοντος, προσάρμοσαν τη στρατηγική τους αντιμετωπίζοντας εξωστρεφώς τις προκλήσεις των αγορών και μείωσαν την εξάρτησή τους από τη ρηχή εγχώρια αγορά, επιβίωσαν.
Πέρυσι, η δυσλειτουργία που προκάλεσε η πανδημία στα εφοδιαστικά δίκτυα επηρέασε τις διεθνείς εμπορευματικές ροές και επομένως τις εξαγωγές μας. Οι εγχώριες μεταποιητικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις κλήθηκαν να χρησιμοποιήσουν αλυσίδες με σημαντικές ελλείψεις σε υποδομές, ψηφιακές τεχνολογίες και μεταφορικά μέσα. Παρά τα προβλήματα, τα εξαγωγικά δίκτυα άντεξαν. Το 2020 οι εξαγωγές υποχώρησαν κατά 9,1%, εξαιρουμένων όμως των καυσίμων, σημείωσαν άνοδο 3,6%.
Η εξωστρέφεια λοιπόν μπορεί να αποτελέσει τοίχο προστασίας σε περιόδους επιδεινούμενων συνθηκών. Ποια είναι όμως η πραγματική πρόοδος της χώρας; Οι εξαγωγές έφτασαν να αποτελούν το 18,6% του ΑΕΠ (έναντι μόλις 7,6% το 2009), ποσοστό που -αν και εμφανώς βελτιωμένο- είναι αρκετά χαμηλό αν συγκριθεί με αντίστοιχες επιδόσεις ευρωπαϊκών χωρών. Σε Ιρλανδία και Πορτογαλία, χώρες που υπέστησαν και αυτές μνημονιακή προσαρμογή, οι εξαγωγές αποτελούν το 43% και 26,6% αντίστοιχα του ΑΕΠ, στη Βουλγαρία το 46%, στη Ρουμανία το 28,3%, στη Γερμανία το 36,2%, στην Ιταλία το 26,3%. Οι δείκτες αυτοί υποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμα αρκετό περιθώριο ανάπτυξης εξωστρέφειας, μεγάλο μέρος του οποίου μπορεί να καλυφθεί με την αξιοποίηση τεχνολογιών της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Ισχυριζόμαστε ότι το εμπόριο δεν γνωρίζει σύνορα. Όμως η πανδημία απέδειξε ότι η ρήση αυτή είναι, σε έναν βαθμό, αναληθής: και σύνορα, αλλά και περιορισμούς γνωρίζει. Αν η ψηφιοποίηση και διασύνδεση μεταξύ των εφοδιαστικών δικτύων είχε προχωρήσει, δεν θα παρακωλυόταν σημαντικό μέρος των διεθνών μεταφορών, ενώ οι ελληνικές εξαγωγές, ήδη από τα προηγούμενα χρόνια, θα είχαν διαμορφωθεί σε υψηλότερο επίπεδο.
Οι επιχειρήσεις έχουν πλέον πρόσβαση σε πλήθος ψηφιακών εργαλείων. Όμως, άργησαν να αντιληφθούν τη χρησιμότητά τους, με αποτέλεσμα να βρεθούν «προ απροόπτου». Στην Ελλάδα, η τεχνολογική υστέρηση των αλυσίδων εφοδιασμού είναι πιο έντονη, αποτελώντας εγγενή αδυναμία του επιχειρηματικού μας σκηνικού. Μόλις οι μισές από τις ελληνικές εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι οποίες διεξάγουν μεγάλο μέρος του εξαγωγικού μας εμπορίου, έχουν επενδύσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό των «εσωτερικών» εφοδιαστικών τους δικτύων. Στον κλάδο των παρόχων 3PL, η εικόνα είναι κάπως καλύτερη, με 8 στις 10 εταιρείες να επενδύουν, κυρίως σε συστήματα διαχείρισης αποθηκών και στόλου οχημάτων, όμως η εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών είναι και εδώ περιορισμένη.
H ανάπτυξη των εξαγωγών προϋποθέτει end-to-end ψηφιοποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού (περιλαμβανομένων των διεπαφών με συνεργάτες και προμηθευτές), και όχι μόνο διαχείριση των μεταφορών. Η προσέγγιση αυτή θα διευκολύνει τη συνεχή ροή πληροφοριών στο σύνολο των επιχειρηματικών λειτουργιών (πριν και μετά την παραγωγή). Παράλληλα, τα δεδομένα που παράγονται στο σύνολο του δικτύου εφοδιασμού, θα αξιοποιούνται με εργαλεία ανάλυσης για την αυτοματοποιημένη λήψη βέλτιστων αποφάσεων. Όσο για τις διαθέσιμες τεχνολογίες, είναι ήδη γνωστές: τεχνητή νοημοσύνη, ΙοΤ, RFID, RPA, επαυξημένη πραγματικότητα, κ.ά. μπορούν να επιλύσουν άμεσα σημαντικά προβλήματα της εφοδιαστικής και να προσφέρουν ταχεία απόσβεση κόστους.
Ωστόσο, οι εσωτερικές κινήσεις ψηφιακού μετασχηματισμού μιας εξαγωγικής επιχείρησης πρέπει να συνοδευτούν και από την ένταξη αυτής σε ευρύτερα ψηφιοποιημένα οικοσυστήματα εφοδιαστικών αλυσίδων, ώστε να επιτευχθεί άμεση πρόσβαση σε αγορές του εξωτερικού και επιτάχυνση των διαδικασιών εξαγωγών. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να υπάρξει και παρέμβαση του κράτους, για τη μείωση των διοικητικών βαρών των εξαγωγών σε τρίτες χώρες.
Στη μετά πανδημία εποχή, οι αγορές δεν θα έχουν διάθεση να περιμένουν. Οι εξαγωγείς μας οφείλουν να ανταποκρίνονται άμεσα σε κάθε μεταβολή ζήτησης, εκμεταλλευόμενοι όποια ευκαιρία προκύπτει. Η ψηφιοποίηση θα τους βοηθήσει να ευθυγραμμίζονται με τα δεδομένα του διεθνούς εμπορίου και να καθίστανται πιο ανθεκτικοί και ευπροσάρμοστοι σε μη αναμενόμενες, δυσμενείς συνθήκες.