Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Δεν θέλω να μιλήσω για τους θεατές, που περίμεναν σε ουρές, μασκοφορεμένοι, αν η χωρητικότητα του θερινού κινηματογράφου βγαίνει.
Δεν θέλω να μιλήσω για την ανάγκη των ανθρώπων να ξεδώσουν, να δουν, να μοιραστούν, στα ίδια μέρη να ξαναβρεθούν.
Δεν θέλω να μιλήσω για τις κριτικές, τη λαμπρή επίδειξη της υποκριτικής τεχνικής, τον σταρ πίσω από τον ρόλο, τον Άντονι Χόπκινς ανάμεσα στην τέχνη και τον ίδιο του τον εαυτό, τον βαθύ σπαραγμό, που δεν γίνεται σιρόπι νερουλό.
Δεν θέλω να μιλήσω για έναν σύγχρονο Βασιλιά Λιρ. Ας τα πουν οι κριτικοί.
Δεν θέλω να μιλήσω για το μυαλό που χάνεται, τα φύλλα και τα κλαδιά, και τα λόγια που πέφτουν, τη θρυμματισμένη μνήμη, τα κενά, τις λίγες αναλαμπές, τις παραισθήσεις, τις φανταστικές καταστάσεις και προκλήσεις, τους γονείς με άνοια, τους συγγενείς που κλειδώθηκαν σε άγνωστη χώρα, τους φίλους που από την ομίχλη δεν περιμένουν δώρα, τους συνανθρώπους με ψυχολογικά ή άλλα προβλήματα νευρολογικά και τις οικογένειές τους, τους υποστηρικτές τους, τους υπερασπιστές τους, τις ιστορίες πίσω από κλειστές πόρτες με φροντιστές που λυγίζουν, απελπίζονται, φεύγουν, μένουν, υπομένουν. Ίσως επιθετική συμπεριφορά, εμμονές, εκλείψεις και σκηνές, κατηγορίες και συγχύσεις, θαμπές και ιλαρές στιγμές. Ποιος είναι ποιος, πότε, πού στα πηγαινέλα του νου.
Δεν θέλω να μιλήσω για το στρίμωγμα, και αυτού που υποχωρεί στον κόσμο του και του μάρτυρα της αποσύνθεσης.
Δεν θέλω να μιλήσω για τον οίκο ευγηρίας (;), ούτε για την ασθένεια, την κάθε ασθένεια, που σε βρίσκει.
Δεν θέλω να μιλήσω για τον χρόνο, που περνά και χάνεται και καταπίνει σχέσεις, ταυτότητα και μνήμη.
Θέλω να πω για τη σιωπή, όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους του «Πατέρα» στην αυλή. Μέσα στο οξύ των λέξεων, τόσο δυνατή, τόσο «μαζί».