Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν μια ρωμαϊκή βασιλική 2.000 ετών στο Ισραήλ, που μπορεί να χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Μέγα, και πρόκειται για τη μεγαλύτερη που έχει βρεθεί, μέχρι σήμερα.
«Τα γραπτά του ιστορικού Ιώσηπου Φλάβιου ή Ιωσήφ μπεν Ματθίας (37 - 100 μ.Χ.), Εβραίου λόγιου, ιστορικού και αγιολόγου, ο οποίος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ -τότε μέρος της ρωμαϊκής Ιουδαίας- από πατέρα ιερατικής καταγωγής και μητέρα βασιλικής καταγωγής, αναφέρουν την κατασκευή του Ηρώδη στην πόλη Άσκελον, μια παράκτια πόλη στη νότια περιοχή του Ισραήλ στις ακτές της Μεσογείου, που περιλαμβάνει σιντριβάνια, λουτρό και κιονοστοιχικές αίθουσες», όπως ανέφεραν οι Rachel Bar-Natan, Saar Ganor και Federico Kobrin -διευθυντές ανασκαφών που συνεργάζονται με την Αρχή Αρχαιοτήτων του Ισραήλ.
Το κτήριο βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στο Εθνικό Πάρκο Tel Ashkelon, το παλαιότερο εθνικό πάρκο του Ισραήλ και φαίνεται να ταιριάζει με την περιγραφή του Ιώσηπου. Διαθέτει μία κεντρική και δύο πλευρικές αίθουσες με σειρές από μαρμάρινες κολόνες και κιονόκρανα. Τη χρονολόγηση αυτή υποστηρίζουν νομίσματα που χρονολογούνται από την εποχή του Ηρώδη, όπως και τη θεωρία κατασκευής του.
Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι η αρχική κατασκευή του 1ου αιώνα μ.Χ. ανακαινίστηκε τον 2ο ή 3ο αιώνα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου, προσθέτοντας ένα μικρό ωδείο ή θέατρο, καθώς και τα μαρμάρινα στοιχεία. Με προέλευση της Μικρά Ασία, αυτά τα περίπου 200 αντικείμενα περιλαμβάνουν γλυπτά της Νίκης, του Τιτάνα Άτλαντα και της Αιγυπτιακής θεάς Ίσιδας, που απεικονίζεται ως Τύχη.
Ο Βρετανός αρχαιολόγος John Garstang ανακάλυψε, αρχικά, τη βασιλική κατά τη διάρκεια μιας αποστολής στη δεκαετία του 1920, αλλά στη συνέχεια ο τόπος επαναχρησιμοποιήθηκε. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από το 2008 έως το 2012 και πάλι το 2016. Αν και οι σύγχρονες βασιλικές είναι συνήθως εκκλησίες, αυτό δεν θα συνέβαινε στην αρχαιότητα.
Οι ρωμαϊκές βασιλικές ήταν πολιτικά κτήρια στο κέντρο της δημόσιας ζωής, που χρησιμοποιούνται για εμπόριο, δικαστικές διαδικασίες και Φεστιβάλ, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων. Η αρχιτεκτονική μορφή υιοθετήθηκε αργότερα από χριστιανούς οικοδόμους.
Η βασιλική του Άσκελον εγκαταλείφθηκε μετά από έναν καταστροφικό σεισμό, το 363 μ.Χ. Το μάρμαρο από το κτήριο επαναχρησιμοποιήθηκε αργότερα σε νέα κτήρια από τα χαλιφάτα των Αββασιδών (750–1258 μ.Χ.) και των Φατιμιδών (909–1171 μ.Χ.). Τα στοιχεία δείχνουν ότι το επιπλέον μάρμαρο αφαιρέθηκε από τον χώρο κατά την οθωμανική περίοδο και χρησιμοποιήθηκε ως λιθόστρωτο.
Η Αρχή Αρχαιοτήτων του Ισραήλ, η Αρχή Φύσης και Πάρκων του Ισραήλ, ο Δήμος Ashkelon και το Ίδρυμα Leon Levy διεξάγουν ένα έργο συντήρησης και αποκατάστασης του χώρου, σχεδιάζοντας να ανοίξει το αρχαίο κτήριο στο κοινό.