Από την έντυπη έκδοση
Του Τζέφρι Ντ. Σακς*
*Ο Τζέφρι Ντ. Σακς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Columbia, είναι διευθυντής του Κέντρου Βιώσιμης Ανάπτυξης στο ίδιο πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Δικτύου Λύσεων για την Αειφόρο Ανάπτυξη του ΟΗΕ.
Η τελευταία σύνοδος κορυφής της G7 ήταν μια σπατάλη εξόδων. Εάν έπρεπε να γίνει, θα έπρεπε να έχει διεξαχθεί στο διαδίκτυο, εξοικονομώντας χρόνο, υλικοτεχνικό κόστος και εκπομπές ρύπων από τα αεροπλάνα. Όμως, το πιο βασικό, οι σύνοδοι κορυφής της G7 είναι αναχρονιστικές. Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να σταματήσουν να σπαταλούν ενέργεια για κάτι που δεν αντιπροσωπεύει τη σημερινή παγκόσμια οικονομία και οδηγεί σε μια σχεδόν πλήρη αποσύνδεση μεταξύ των δηλωμένων στόχων και των μέσων που υιοθετούνται για την επίτευξή τους.
Δεν υπήρξε απολύτως τίποτα στη σύνοδο κορυφής της G7 που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί πολύ πιο φθηνά, εύκολα, με τον συνήθη τρόπο μέσω Zoom. Η πιο χρήσιμη διπλωματική συνάντηση φέτος ήταν η διαδικτυακή συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν με 40 ηγέτες από όλο τον κόσμο τον Απρίλιο, για να συζητηθεί η αλλαγή του κλίματος. Οι τακτικές διαδικτυακές διεθνείς συναντήσεις με πολιτικούς, βουλευτές, επιστήμονες και ακτιβιστές είναι σημαντικές. Ομαλοποιούν τις διεθνείς συζητήσεις.
Το ιστορικό
Γιατί όμως αυτές οι συζητήσεις πρέπει να γίνουν στην G7, η οποία έχει μείνει πίσω σε σχέση με την G20; Όταν οι χώρες της G7 (Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ) ξεκίνησαν τις ετήσιες συνόδους κορυφής τους τη δεκαετία του 1970, κυριαρχούσαν ακόμη στην παγκόσμια οικονομία. Το 1980 αποτελούσαν το 51% του παγκόσμιου ΑΕΠ (σε διεθνείς τιμές), ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας αντιπροσώπευαν μόλις το 8,8%. Το 2021 οι χώρες της G7 παράγουν μόλις το 31% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ οι ίδιες χώρες της Ασίας παράγουν το 32,9%.
Η G20, που συμπεριλαμβάνει την Κίνα, την Ινδία, την Ινδονησία και άλλες μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες, αντιπροσωπεύει περί του το 81% της παγκόσμιας παραγωγής και εξισορροπεί τα συμφέροντα των υψηλών εισοδημάτων και των αναπτυσσόμενων οικονομιών της. Δεν είναι τέλεια, καθώς αφήνει στην άκρη τις μικρότερες και φτωχότερες χώρες και πρέπει να προσθέσει την Αφρικανική Ένωση (ΑΕ) ως μέλος, αλλά τουλάχιστον η G20 προσφέρει μια καρποφόρα μορφή για τη συζήτηση των παγκόσμιων θεμάτων που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Η ετήσια σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ΗΠΑ μπορεί να επιτύχει πολλά από αυτά που είχε στόχο να καλύψει η G7. Η G7 είναι ιδιαιτέρως αναξιόπιστη επειδή οι ηγέτες της δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Τους αρέσει να κάνουν συμβολικές δηλώσεις, όχι να επιλύουν προβλήματα. Ακόμη χειρότερα, δίνουν την αίσθηση ότι δίνουν λύσεις στα παγκόσμια ζητήματα, ενώ τα αφήνουν στην πραγματικότητα να διογκώνονται. Η φετινή σύνοδος κορυφής δεν ήταν διαφορετική.
Τα εμβόλια του κορωνοϊού
Ας αναλογισθούμε τα εμβόλια για τον κορονοϊό. Οι ηγέτες της G7 έθεσαν ως στόχο να εμβολιασθεί τουλάχιστον το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού. Δεσμεύτηκαν επίσης να μοιραστούν 870 εκατ. δόσεις τον επόμενο χρόνο, πράγμα που σημαίνει αρκετές δόσεις για 435 εκατ. πλήρως ανοσοποιημένα άτομα (με δύο δόσεις ανά άτομο). Όμως το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού ανέρχεται σε 4,7 δισ. ανθρώπους ή περίπου δέκα φορές αυτόν τον αριθμό.
Οι ηγέτες της G7 δεν πρότειναν κανένα σχέδιο για την επίτευξη του δηλωθέντος στόχου και στην πραγματικότητα δεν έχουν αναπτύξει έναν παρόμοιο στόχο, παρόλο που δεν θα ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί. Η εκτίμηση της μηνιαίας παραγωγής κάθε εμβολίου είναι απλή και η κατανομή των δόσεων με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο σε όλες τις χώρες είναι απολύτως εφικτή.
Ένας λόγος για τον οποίο ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί, είναι ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ αρνείται μέχρι στιγμής να καθίσει να σχεδιάσει με τους Ρώσους και τους Κινέζους ηγέτες μια τέτοια παγκόσμια κατανομή. Ένας άλλος λόγος είναι ότι οι κυβερνήσεις της G7 επιτρέπουν στους παρασκευαστές εμβολίων να διαπραγματεύονται ιδιωτικά και κρυφά, από το να γίνονται διαπραγματεύσεις ως μέρος ενός παγκόσμιου σχεδίου. Ίσως ένας τρίτος λόγος είναι ότι η G7 εξέτασε τους παγκόσμιους στόχους χωρίς να σκεφθεί αρκετά τις ανάγκες κάθε αποδέκτριας χώρας.
Ψευδείς υποσχέσεις για το κλίμα
Ένα ακόμη παράδειγμα των ψευδών υποσχέσεων της G7 είναι η κλιματική αλλαγή. Στην τελευταία σύνοδο κορυφής, οι ηγέτες της G7 ορθά αγκάλιασαν τον στόχο της απο-ανθρακοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο έως το 2050 και κάλεσαν τις αναπτυσσόμενες χώρες να το πράξουν επίσης. Ωστόσο, αντί να εκπονήσουν ένα σχέδιο χρηματοδότησης για να επιτρέψουν στις αναπτυσσόμενες χώρες να επιτύχουν αυτόν τον στόχο, επανέλαβαν μια χρηματοοικονομική δέσμευση που έγινε για πρώτη φορά το 2009 και δεν εκπληρώθηκε ποτέ. «Επαναβεβαιώνουμε τον συλλογικό στόχο των ανεπτυγμένων χωρών», δήλωσαν, «να κινητοποιήσουμε από κοινού 100 δισ. δολάρια ετησίως από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές έως το 2025, στο πλαίσιο ουσιαστικών δράσεων για τον μετριασμό (της κλιματικής αλλαγής) και για διαφάνεια στην εφαρμογή των δράσεων».
Είναι δύσκολο να μην υπερεκτιμήσουμε τον κυνισμό αυτής της συχνά επαναλαμβανόμενης υπόσχεσης. Οι πλούσιες χώρες έχασαν τη δική τους προθεσμία του 2020 για τη διάθεση 100 δισ. δολαρίων ετησίως -μόλις το 0,2% του ετήσιου ΑΕΠ των πλούσιων χωρών. Και τα 100 δισ. δολάρια που υποσχέθηκαν είναι από μόνα τους ένα μικρό κλάσμα από αυτό που χρειάζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες για την απο-ανθρακοποίηση και την προσαρμογή στο κλίμα.
Ασυνέπεια στόχων στην εκπαίδευση
Η ασυνέπεια των φιλόδοξων στόχων της G7 και των πενιχρών μέσων είναι εμφανής και στην εκπαίδευση. Εκατοντάδες εκατομμύρια παιδιά στις φτωχές χώρες δεν έχουν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επειδή οι κυβερνήσεις τους δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να παρέχουν εκπαιδευτικούς, αίθουσες διδασκαλίας και εκπαιδευτικό υλικό.
Το 2020 η UNESCO εκτίμησε ότι οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χρειάζονται περί των 504 δισ. δολαρίων ετησίως έως το 2030 για να διασφαλίσουν ότι όλα τα παιδιά ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ωστόσο διαθέτουν μόνο 356 δισ. δολάρια από δικούς τους εγχώριους πόρους, αφήνοντας ένα χρηματοδοτικό χάσμα περί των 148 δισ. δολαρίων τον χρόνο.
Τι προτείνει λοιπόν η G7 στο φετινό ανακοινωθέν; Οι ηγέτες προτείνουν «έναν στόχο να εισαχθούν 40 εκατομμύρια περισσότερα κορίτσια στην εκπαίδευση και τουλάχιστον 2,75 δισ. δολάρια να δοθούν στην Παγκόσμια Σύμπραξη για την Εκπαίδευση». Αυτοί δεν είναι σοβαροί αριθμοί. Είναι λόγια του αέρα και θα αφήσουν εκατοντάδες εκατομμύρια παιδιά εκτός εκπαίδευσης, παρά τη σταθερή δέσμευση (που κατοχυρώνεται στον Στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης 4) για την καθολική δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Διατίθενται λύσεις ευρείας κλίμακας -όπως η κινητοποίηση χρηματοδότησης με χαμηλό επιτόκιο από τις πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες-, όμως οι ηγέτες της G7 δεν πρότειναν τέτοιες λύσεις.
Τα προβλήματα του κόσμου είναι πολύ επείγοντα για να αφεθούν σε μέτρα που αποτελούν απλώς ενδείξεις εκείνων που απαιτούνται για την επίτευξη των δηλωμένων σκοπών. Εάν η πολιτική ήταν ένα απλό άθλημα με θεατές, όπου θα κρινόταν ποιοι πολιτικοί γράφουν καλύτερα στις κάμερες, η σύνοδος κορυφής της G7 ίσως είχε κάποιο ρόλο. Ωστόσο, υφίστανται επείγουσες ανάγκες παγκοσμίως που πρέπει να καλύψουμε: τον τερματισμό της πανδημίας, την απο-ανθρακοποίηση του ενεργειακού συστήματος, την εκπαίδευση των παιδιών και την επίτευξη των SDGs.
Οι συστάσεις μου: λιγότερες διά ζώσης συναντήσεις, πιο σοβαρή εργασία που θα συνδέει τα μέσα με τους στόχους, πιο πολλές συναντήσεις μέσω Zoom για να συζητηθεί τι πραγματικά πρέπει να γίνει και μεγαλύτερη εξάρτηση από την G20 (συν την ΑΕ) ως την ομάδα που μπορεί πραγματικά να ενεργήσει. Χρειαζόμαστε την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική στο τραπέζι, για οποιαδήποτε πραγματική επίλυση των παγκόσμιων προβλημάτων. [SID:14441497]
Copyright: Project Syndicate, 2021
www.project-syndicate.org