Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας στοχεύει στην παράταση της ισχύος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο Τόκιο, αλλά και σε τρεις άλλες περιοχές για περίπου τρεις εβδομάδες μέχρι το τέλος Μαρτίου, ώστε να περιοριστεί ο αριθμός των περιστατικών μόλυνσης από το νέο κορωνοϊό, λίγους μήνες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο, όπως δήλωσε σήμερα ένας υπουργός.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι μία «σύντομη αλλά σκληρή» κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα μπορούσε να περιορίσει το τέταρτο κύμα των μολύνσεων, αλλά νέα περιστατικά μόλυνσης στο Τόκιο, αλλά και στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη Οσάκα, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, όπως δήλωσε ο υπουργός των Οικονομικών Γιασουτόσι Νισιμούρα, ο οποίος έχει την ευθύνη εφαρμογή των μέτρων κατά της πανδημίας.
Η παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την 11η Μαΐου ως την 31η Μαΐου θα αφήσει ένα χρονικό περιθώριο, λιγότερο των δύο μηνών, μέχρι την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο στις 23 Ιουλίου, οι οποίοι αναβλήθηκαν για ένα χρόνο εξαιτίας της πανδημίας.
«Ειδικότερα, η Οσάκα βρίσκεται σε μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση με το υγειονομικό της σύστημα» δήλωσε ο Νισιμούρα κατά την έναρξη μιας σύσκεψης με τη συμμετοχή ειδικών από τους τομείς της υγείας και της οικονομίας, επισημαίνοντας ότι τα παραλλαγμένα στελέχη του κορωνοϊού εξαπλώνονται ταχύτατα.
«Έχουμε μία δυνατή αίσθηση του κινδύνου, ότι το Τόκιο θα βρεθεί σύντομα στην ίδια κατάσταση με την Οσάκα» παρατήρησε ο ίδιος. Όλες οι διαθέσιμες κλίνες νοσηλείας στις μονάδες εντατικής θεραπείας των νοσοκομείων στην Οσάκα είναι κατειλημμένες, όπως μετέδωσε σήμερα το κρατικός τηλεοπτικός σταθμός NHK.
Σύμφωνα με τον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, σε εθνικό επίπεδο η Ιαπωνία έχει αναφέρει περίπου 622.000 περιστατικά μόλυνσης από την COVID-19, με περίπου 10.600 θανάτους.
Όπως δήλωσε ο Νισιμούρα, η ιαπωνική κυβέρνηση σκοπεύει να θέσει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης το νομό Άιτσι στα δυτικά του Τόκιο, αλλά και το νομό Φουκουόκα στα νοτιοδυτικά της χώρας, μαζί με τους νομούς του Τόκιο, της Οσάκα, του Χιόγκο και του Κιότο, όπου εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα και διαμένει περίπου το ¼ του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters