Στη Γερμανία σχεδόν ο ένας στους πέντε εργαζόμενους εργάζεται με τον κατώτατο μισθό, αναφέρει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, απαντώντας σε σχετική επερώτηση του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) στη Βουλή. Ακούγεται φυσιολογικό, αλλά πολλές φορές ο κατώτατος μισθός σε χειρωνακτικά επαγγέλματα χωρίς ακαδημαϊκές σπουδές ή υψηλή επαγγελματική εξειδίκευση δεν απέχει πολύ από τα όρια της φτώχειας, ακόμη και αν αντιστοιχεί σε πλήρες ωράριο. Με αφορμή την Εργατική Πρωτομαγιά η Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (DGB) επιχειρεί να αναδείξει το πρόβλημα, ενόψει και των βουλευτικών εκλογών στις 26 Σεπτεμβρίου. «Η αλληλεγγύη είναι το μέλλον» είναι το κεντρικό σύνθημα της καμπάνιας των γερμανικών συνδικάτων.
Ιδιαίτερα διαδεδομένο είναι το πρόβλημα στους κομμωτές και στις κομμώτριες. Στον συγκεκριμένο κλάδο δραστηριοποιούνται περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι, εκ των οποίων το 92% αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. Το μέσο μηνιαίο εισόδημα μίας κομμώτριας δεν ξεπερνά τα 1.680 ευρώ μεικτά.
Για πολλούς το ποσό αυτό μπορεί να ακούγεται ικανοποιητικό, αλλά αν λάβουμε υπόψη τις κρατήσεις και το υψηλό κόστος ζωής στη Γερμανία, ιδιαίτερα στα ενοίκια, δύσκολα επαρκεί για να καλύψει κάτι παραπάνω από βασικές ανάγκες. Το ίδιο συμβαίνει με το 78% των εργαζομένων στον κλάδο της προσωπικής φροντίδας και περιποίησης, το 78% των οδηγών ταξί, καθώς και το 85% των εργαζομένων σε ανθοπωλεία.
Χαμηλές αποδοχές στην πρώην Ανατολική Γερμανία
Στη Γερμανία η στατιστική καταχωρεί όλους αυτούς τους εργαζόμενους στην κατηγορία των «χαμηλά αμειβόμενων» (Niedriglohnempfänger).
Σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια στην κατηγορία αυτή εμπίπτει όποιος εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και πληρωμένα ένσημα, αλλά το εισόδημά του δεν ξεπερνά τα 2/3 του μέσου όρου στον συγκεκριμένο κλάδο. Συνολικά στη Γερμανία, το ποσοστό των χαμηλά αμειβόμενων ανέρχεται στο 18,8%.
Μάλιστα στην πρώην Ανατολική Γερμανία το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο, καθώς σχεδόν ο ένας στους τρεις αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. Στα δυτικά κρατίδια της Γερμανίας το ποσοστό φτάνει το 16,5%, ενώ στο σύνολο της ΕΕ κυμαίνεται γύρω στο 17%.
Στον αντίποδα της μισθολογικής κλίμακας τα εισοδήματα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά για επαγγέλματα όπως οι νομικοί σύμβουλοι και δικηγόροι σε μεγάλες εταιρείες, καθώς υπερβαίνουν τα 6.000 μηνιαίως.
Η Σαμπίνε Τσίμερμαν, εκπρόσωπος του Κόμματος της Αριστεράς για την αγορά εργασίας, η οποία είχε απευθύνει και τη σχετική ερώτηση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δηλώνει στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA) ότι εκατομμύρια εργαζόμενοι υφίστανται την «κοροϊδία» των χαμηλών μισθών. Επιπλέον, υποστηρίζει, «οι άνθρωποι αυτοί είναι εκείνοι που έχουν πληγεί περισσότερο από κάθε άλλον στην κρίση του κορωνοϊού», καθώς η κρατική επιχορήγηση που λαμβάνουν στη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων δεν αρκεί πλέον για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Αύξηση στον κατώτατο μισθό;
Το πρόβλημα είναι γενικότερο, υποστηρίζει η βουλευτής του Κόμματος της Αριστεράς, Κατά την άποψή της μία πρώτη λύση είναι να αυξηθεί σε πρώτη φάση το κατώτατο ωρομίσθιο σε 12 ευρώ. Κάτι τέτοιο μάλλον δεν είναι εύκολο.
Το 2020 το κατώτατο ωρομίσθιο ανερχόταν σε 9,35 ευρώ, ενώ μέχρι τον Ιούλιο του 2022 αναμένεται να αυξηθεί σε 10,45 ευρώ. Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Αριστερά ζητούν μία πιο γενναιόδωρη αύξηση, αλλά συνήθως η απάντηση που παίρνουν είναι πως η αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα σε εποχές πανδημίας θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.