«Ο δικαστής των διαζυγίων και άλλα κωμικά ιντερμέδια» είναι ο τίτλος βιβλίου με έργα του Μιγέλ δε Θερβάντες που κυκλοφορεί από τη σειρά «Οι κλασικοί» των εκδόσεων Printa, σε μετάφραση Δήμητρας Παπαβασιλείου.
Η μεταφράστρια υπογράφει και την εμπεριστατωμένη εισαγωγή –εκεί, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: «Ανεξάρτητα από τα θέματα που πραγματεύονται, τα οποία ποικίλουν, τα ιντερμέδια του Θερβάντες διαθέτουν, στο σύνολό τους, ρυθμό, σφρίγος, σπιρτάδα και κωμική οξυδέρκεια, ενώ είναι με αφοπλιστικό όσο και αποκαλυπτικό τρόπο ρεαλιστικά. […] Τα ιντερμέδια, που είχαν την καταγωγή τους στις πρώιμες ποιμενικές φάρσες, ενώ καλλιεργήθηκαν συστηματικά, υπό την ονομασία pasos (λέξη που σημαίνει “βήμα” αλλά και “πέρασμα”), από τον Lope de Rueda, αποτελούσαν το λεγόμενο “genero chico”, το “μικρό”, όσον αφορά την έκταση των έργων, είδος. Πρόκειται για φαρσικά ιντερλούδια, που συχνά τελείωναν με τραγούδι και χορό, και τα οποία παρεμβάλλονταν ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη πράξη μιας “λόγιας” (ή και λιγότερο λόγιας) κωμωδίας· αλλά και μεταξύ δεύτερης και τρίτης πράξης παρεμβαλλόταν ένα ιντερμέδιο ή κάποιος χορευτικός διάλογος. Στόχος των ιντερμέδιων ήταν να προσφέρουν μια σύντομη ανάπαυλα διασκέδασης, και προκειμένου να τον υπηρετήσουν παρουσίαζαν στο κοινό τα ελαττώματα, τη μωρία και τη γελοιότητα απλών καθημερινών ανθρώπων –ποτέ των αριστοκρατών, του ανώτερου κλήρου ή της στρατιωτικής ηγεσίας (των οποίων, ωστόσο, αποτελούσαν αντικαθρέφτισμα). Αναδείκνυαν σε ήρωες –ή ίσως αντιήρωες- τους πληβείους, τους ανθρώπους του χωριού, τον υπόκοσμο (θα μπορούσαμε να πούμε και τον “ημίκοσμο”, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά έναν όρο του 19ου αιώνα), τη μεσαία ή κατώτερη αστική τάξη, καθώς και κάποιους επαγγελματίες, όπως (πρακτικούς) γιατρούς και νομικούς».
Ο Θερβάντες πέθανε στη Μαδρίτη στις 22 Απριλίου 1616. Δυο μέρες νωρίτερα, στον Πρόλογο του κύκνειου άσματός του –«Τα βάσανα του Περσίλε και της Σιγισμόνδης», είχε γράψει: «Αντίο, χαρές∙ αντίο αρετές του πνεύματος∙ αντίο, εύθυμοι φίλοι: εγώ πεθαίνω και προσδοκώ να σας ανταμώσω ευχαριστημένους στην άλλη ζωή».
Τα οκτώ σπαρταριστά επεισόδια του τόμου, αντιπροσωπευτικά της ζωής στην Ισπανία του Θερβάντες –την Ισπανία του Χρυσού Αιώνα αλλά και της παρακμής ηθών και θεσμών–, μας παρουσιάζουν ένα πολυποίκιλο πανόραμα ανθρώπινων τύπων και ευτράπελων καταστάσεων, με ρεαλισμό και ενάργεια που αφοπλίζουν.
Απατημένοι σύζυγοι, μοιχαλίδες, συμφεροντολόγες και αδίστακτες υπηρέτριες, γειτόνισσες-προξενήτρες, μαστροποί, πόρνες, απατεώνες, αυλικοί που διασκεδάζουν την πλήξη τους, ζευγάρια που αντιδικούν, πειναλέοι γραμματιζούμενοι και ικανοποιημένοι μες στην άγνοιά τους χωρικοί, ημιμαθείς αξιωματούχοι, αρχοντοχωριάτες, τυχοδιώκτες και τυχοδιώκτριες, αξιοθρήνητοι στρατιώτες, ερωτευμένοι καντηλανάφτες είναι οι κεντρικές φιγούρες.
Ένας αχθοφόρος, απευθυνόμενος στον δικαστή των διαζυγίων, λέει: «Χαμάλης είμαι, κυρ-δικαστή, αλλά παλιός χριστιανός κι άνθρωπος πολύ συνετός· κι αν δεν το ’ριχνα καμιά φορά στο πιοτό –ή μάλλον αν αυτό δε ριχνότανε σ’ εμένα-, θα είχα ήδη γίνει επικεφαλής της συντεχνίας των αδελφών αχθοφόρων. Όμως, αφήνοντάς το αυτό στην άκρη, γιατί σηκώνει πολλή συζήτηση, θέλω να ξέρετε, κυρ-δικαστή, ότι όντας κάποτε πολύ άρρωστος απ’ την ασθένεια του Βάκχου, έταξα να παντρευτώ μια αμαρτωλή γυναίκα. Ξαναβρήκα τον εαυτό μου, γιατρεύτηκα, κι εκπλήρωσα το τάξιμο που είχα κάνει: παντρεύτηκα μια γυναίκα που την έβγαλα απ’ το βούρκο· και την έκανα μανάβισσα. Μου βγήκε όμως τόσο αλαζονική και κακόψυχη, που δεν υπάρχει πελάτης με τον οποίο να μην καβγαδίσει. Λογομαχεί για το ζύγι, ή επειδή της πιάνουν τα φρούτα, και δύο στις τρεις φορές τούς δίνει μια στην κεφαλή ή όπου αλλού βρει, και τους περνάει γενεές δεκατέσσερις, χωρίς να ησυχάζει ούτε λεπτό μαζί με τις γλωσσούδες τις γειτόνισσές της στους πάγκους· κι εγώ είμαι αναγκασμένος να έχω πάντα πρόχειρο το σπαθί για να την υπερασπιστώ, αλλά δεν μπορώ να πληρώνω συνέχεια τα σπασμένα της. Θα ήθελα λοιπόν, αν είχατε την καλοσύνη, ή να με χωρίζατε απ’ αυτήν ή, τουλάχιστον, ν’ αλλάζατε τον απότομο χαρακτήρα της και να την υποχρεώνατε να γίνει πιο μετρημένη και μαλακή στους τρόπους· κι εγώ υπόσχομαι να σας κουβαλήσω δωρεάν όλο το κάρβουνο που θ’ αγοράσετε φέτος –γιατί μπορώ να υπολογίζω στις πλάτες του σιναφιού μου».
Στα παρόντα απολαυστικά αναγνώσματα –μονόπρακτες κωμωδίες που διαθέτουν όλη τη σπιρτάδα και την αμεσότητα των διαλόγων του Δον Κιχώτη–, ο πολύπλευρος και πολύτροπος Μιγέλ ντε Θερβάντες, «συγγραφέας του ενός βιβλίου» στη συνείδηση της μεγάλης πλειονότητας των αναγνωστών ανά τον κόσμο, επιδεικνύει το κωμικό και σατιρικό του ταλέντο, ενώ παράλληλα ασκεί, «με το γάντι» μα και με χειρουργική ακρίβεια, κριτική σε κοινωνικές πραγματικότητες που αποκαλύπτονται αναπάντεχα οικείες και διαχρονικές.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]