Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Το έαρ οργιάζει «η εποχή των εξουσιών/τη μοίρα διανύει κ’ εφέτος».
Άνοιξη και Πάσχα, ζωή και πέρασμα, «η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα», μαγεία και ανάσταση, «γιατί κι ο πόνος/ στα ρόδα μέσα, κι ο επιτάφιος θρήνος,/ κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν/απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν/το νου τους στης Ανάστασης το θάμα», «άκου τα σήμαντρα/των εξοχικών εκκλησιών./ Φτάνουν από πολύ μακριά/ από πολύ βαθιά...».
Καρούζος, Παλαμάς, Σικελιανός, Ρίτσος ψάλλουν την ιεροτελεστία της άνοιξης, δοξάζουν το αξεδιάλυτο της Λαμπρής με τις αναπνοές της φύσης, την κατ’ εξοχήν εορτή της συμπαντικής καταλλαγής, που υπενθυμίζει τον κύκλο ζωής, θανάτου και αναγέννησης. Όψιμο το φετινό Πάσχα, βιάστηκε το καλοκαίρι, να προμηνύει άραγε «καθαρότατον ήλιο»;
Βιάζεται πάντα η διάθεση, ξαναφουντώνει η ζέστα, γιατί είναι «γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα». Αποσπάται ο νους από προβλέψεις και διαψεύσεις, Αρχιερείς και Φαρισαίους, Πιλάτους και προδοσίες, θυσίες και χολή και εκπληρώνει το τάμα του.
Να συντρίψει μεγαλοβδομαδιάτικα φόβους κι αγωνίες, να αναστήσει γλυκόπνοο πνεύμα. Χωρίς εκκωφαντικό θόρυβο, συγχωρητικά, ειρηνικά. «Των θυρών κεκλεισμένων, επιστάς ο Ιησούς τοις μαθηταίς, αφοβίαν και ειρήνην εδίδου».
Στα χρόνια των Παθών και των ζόφων «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Λυγίζουν οι νόμοι της πραγματικότητας, σπάνε, δημιουργούνται καινούριοι. Όπως λυγίζει τους γλωσσικούς νόμους, «ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης», που «τρέχει από χωριό σε χωριό», για «να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει».
Στο τελευταίο χωριουδάκι, «κρατούν σβητά τα κεριά τους και περιμένουν να ‘ρθει ο Μέγας Λόγος ν’ ανάψουν». Λίγο πριν να σκάσει ο ήλιος, φτάνει ο γερο-Κρητικός, αστράφτουν τα μάτια και τα χείλη του.
«- Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά!».