Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγος
Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905) το Καστελόριζο είχε πληθυσμό 12.000 κατοίκων. Οι κάτοικοί του ήταν κυρίως ναυτικοί και διακινούσαν μεγάλο αριθμό εμπορευμάτων, όπως ξυλεία, είδη ένδυσης, εδώδιμα προς περιοχές της Μ. Ασίας. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της υπερδραστηριοποίησης των κατοίκων σε συνέχεια της προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης που απολάμβανε το νησί από τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ από το 1835, σε συνδυασμό με την εξαίρεση των κατοίκων του από τη στρατολόγηση.
Τον Δεκέμβριο του 1910 και ενώ είχε συντελεστεί η επανάσταση των Νεοτούρκων, το τουρκικό κράτος επέβαλε την υποχρεωτική στράτευση. Οι κάτοικοι την αρνήθηκαν και τότε το τουρκικό κράτος κατάργησε τις φοροαπαλλαγές, ανακάλεσε τις θρησκευτικές ελευθερίες και περιόρισε τις εμπορικές συναλλαγές με τη Μ. Ασία. Ήταν η αρχή του τέλους για την οικονομική ευημερία του Καστελόριζου προκαλώντας το πρώτο κύμα μετανάστευσης και πορεία παρακμής εν μέσω των τραυματικών εμπειριών που βίωσε το νησί, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην τελευταία απογραφή (2011) το νησί είχε 498 κατοίκους.
Παράλληλους βίους, με οικονομική άνθηση ως τις αρχές του 20ού αιώνα και οικονομική καχεξία στη συνέχεια, βίωσαν και τα άλλα νησιά των Δωδεκανήσων, αλλά και τα μεγάλα νησιά του Α. Αιγαίου Λέσβος, Χίος και Σάμος, τα βυρσοδεψεία της οποίας για πολλά χρόνια προμήθευαν με δέρματα τους κατασκευαστές παπουτσιών για τον τουρκικό στρατό. Θα ήταν μάλιστα χρήσιμη μια ειδική μελέτη που θα φώτιζε διεξοδικά τους λόγους που οδήγησαν στην οικονομική άνθηση όλων των νησιών του Α. Αιγαίου μέχρι το Καστελόριζο στις αρχές του αιώνα, στη συνέχεια δε τους λόγους που οδήγησαν στην οικονομική παρακμή. Με τη συμβολή ευρείας επιστημονικής ομάδας, ιστορικών, οικονομολόγων, στατιστικολόγων, κοινωνιολόγων, ειδικών επί των θεσμών και όποιων άλλων ειδικών κριθεί σκόπιμο ότι μπορούν να συμβάλουν στο εγχείρημα αυτό, καθώς οι μέχρι τώρα ιστορικές αναφορές δεν έχουν αποπειραθεί να ερμηνεύσουν την κυκλικότητα του εξαιρετικά ενδιαφέροντος αυτού φαινομένου. Ενδεχομένως, δε, να υπάρξει προσπάθεια ποσοτικοποίησης των επιπτώσεων για το ΑΕΠ στη συγκεκριμένη περίοδο: των θετικών σε επιλεγμένη περίοδο οικονομικής άνθησης και των αρνητικών σε μια μεταγενέστερη περίοδο όπου οι συναλλαγές ανάμεσα στα νησιά και την τουρκική ενδοχώρα μηδενίζονται.
Εκατό χρόνια αργότερα οι ελληνοτουρκικές δοσοληψίες κλιμακώνονται την περίοδο 2005-2015 με πολλαπλά οικονομικά οφέλη και για τις δύο χώρες, παρά τις εντάσεις που είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες (κατάληψη της Β. Κύπρου το 1974, εντάσεις 10ετίας 80 με κατάληξη τη συμφωνία στο Νταβός, τουρκική επέμβαση στα Ίμια το 1996). Η τουρκική αγορά απορροφούσε ολοένα και περισσότερα ελληνικά προϊόντα με αποτέλεσμα η Τουρκία να γίνει ο 2ος μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός. Υλοποιήθηκαν πολλές σημαντικές επενδύσεις τουρκικών επιχειρηματικών ομίλων, με χαρακτηριστικές εκείνες του ομίλου Dogus στον τουρισμό (μαρίνες, ξενοδοχεία), ενώ ολοένα και περισσότεροι Τούρκοι τουρίστες επισκέπτονταν τα ελληνικά νησιά. Στον τραπεζικό κλάδο, η εξαγορά της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα αποτέλεσε το πιο αξιοσημείωτο οικονομικό συμβάν που άφησε έντονα το αποτύπωμά του την περίοδο που είχε ξεκινήσει η έντονη εξωστρέφεια των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια και αλλού, ενώ την ίδια ώρα η Ziraat Bank σχεδίαζε το 2016 την επέκταση του δικτύου της στην Ελλάδα. Δεν είναι δε τυχαίο ότι αυξανόταν ο αριθμός των Ελλήνων που αποφάσισαν να μάθουν την τουρκική γλώσσα, καθώς προσέβλεπαν μεταξύ άλλων σε απασχόληση σε τουρκικές επιχειρήσεις ή σπουδές στην Κωνσταντινούπολη ή για άλλους λόγους, ενώ τα τουρκικά σίριαλ αποκτούσαν συνεχώς περισσότερους θεατές στην ελληνική τηλεόραση.
Όλα αυτά, μετά το 2016 έχουν δώσει τη θέση τους σε μια κλιμακούμενη ένταση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, καθώς η πολυμέτωπη τουρκική επιθετικότητα δεν έχει επιτρέψει μέχρι τώρα στις δύο χώρες να προχωρήσουν σε μεταξύ τους διαπραγματεύσεις για να επιλύσουν τις διαφορές τους ή σε προσφυγή στη διαιτησία. Ελλοχεύει επομένως ο κίνδυνος για τα χειρότερα, δηλαδή τον πόλεμο! Η παρούσα συγκυρία αυξημένης αντιπαλότητας μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας έχει οδηγήσει σε καθίζηση των δοσοληψιών των ελληνικών νησιών που είναι κοντά στα τουρκικά παράλια και των περιοχών της Μ. Ασίας (εμπορικές συναλλαγές, τουρισμός, άλλες επενδύσεις) και των ελληνικών εξαγωγών στην Τουρκία με την πανδημία να έχει δώσει τη χαριστική βολή. Επιπλέον, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έπληξε τις επιχειρήσεις με δανεισμό σε δολάρια ή ευρώ που οδηγήθηκαν σε μεταβιβάσεις των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον, η διεκδίκηση περιοχών του Αιγαίου από την Τουρκία αναστέλλει την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων. Εξαίρεση αποτελεί ο τομέας των ακινήτων όπου οι τοποθετήσεις Τούρκων συνεχίζονται για λόγους που σχετίζονται με τις πολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας. Το χειρότερο δε είναι ότι οι δύο χώρες κλιμακώνουν τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς τους με ιλιγγιώδεις προϋπολογισμούς, που αναλογικά επιβαρύνουν περισσότερο τη χώρα μας που είναι ήδη υπερχρεωμένη. Μια αξιόπιστη αποτύπωση του μεγέθους των διαφυγόντων οικονομικών ωφελειών μετά τη διακοπή των αυξανόμενων ελληνοτουρκικών δοσοληψιών θα είχε ενδεχομένως σοκαριστικό αποτέλεσμα στην κοινή γνώμη και των δύο χωρών και τότε ίσως κάτι θα άλλαζε!