Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Ναθαναήλ*
Αν δεν ξέρετε τι σημαίνει STEM, μην ανησυχείτε. Ούτε το εκπαιδευτικό μας σύστημα το ξέρει - ή τουλάχιστον δεν το έχει πάρει ακόμα στα σοβαρά. STEM λοιπόν στα αγγλικά σημαίνει (μεταξύ άλλων) κορμός δέντρου ή ρίζα λέξης. Είναι ταιριαστό λοιπόν που χρησιμοποιείται ως ακροστιχίδα φτιαγμένη από τις λέξεις Science, Technology, Engineering και Mathematics. Πρόκειται για τα γνωστικά πεδία που (πρέπει να) αποτελούν τον κορμό της επιστημονικής εκπαίδευσης ενός σύγχρονου κράτους, αν δεν θέλει να οπισθοχωρήσει στην ουρά της υπανάπτυξης χωρίς δρόμο επιστροφής στην ευημερία.
Φαίνεται ίσως παράδοξο, αλλά πολλά εκπαιδευτικά συστήματα παραμένουν απολιθώματα του παρελθόντος. Από τη μία δεν έχουν δώσει στα πεδία STEM τη θέση που τους αρμόζει· και από την άλλη συντηρούν μία τάφρο ανάμεσα στις ανθρωπιστικές και τις θετικές επιστήμες. Το πρόβλημα έχει επισημανθεί από καιρό: ο Άγγλος φυσικός και λογοτέχνης C.P. Snow το 1959 σε μία φημισμένη διάλεξη με τίτλο «Οι Δύο Κουλτούρες και η Επιστημονική Επανάσταση» υποστήριξε ότι παρόλο που οι θετικές και οι ανθρωπιστικές επιστήμες «αποτελούσαν την πνευματική ζωή της δυτικής κοινωνίας», έχει δημιουργηθεί ένα χάσμα μεταξύ τους, το οποίο αποτελεί τροχοπέδη στη λύση των παγκόσμιων προβλημάτων. Επιπλέον, όπως επισήμανε, τα επιστημονικά αντικείμενα δεν διδάσκονταν επαρκώς, όχι μόνον στη θετική κατεύθυνση, αλλά ούτε ευρύτερα στην εκπαίδευση. Αυτό έχει εγείρει μία Βαβέλ ανάμεσα στους θετικούς επιστήμονες και στους υπολοίπους. Για παράδειγμα, το ερώτημα «Τι είναι μάζα ή τι είναι επιτάχυνση» αποτελεί το επιστημονικό ισοδύναμο του «Ξέρεις να διαβάζεις;» και θα έπρεπε οι περισσότεροι άνθρωποι με γενική μόρφωση να μπορούν να το απαντήσουν ικανοποιητικά. Ωστόσο, λιγότεροι από ένας στους δέκα θα μπορούσαν να το κάνουν, και οι λοιποί θα θεωρούσαν ότι τους απευθύνονται στα «κινέζικα».
Το χάσμα έχει κάπως μειωθεί, αλλά, παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών, οι θετικές σπουδές σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τον φρενήρη καλπασμό της επιστήμης και της τεχνολογίας. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η ενίσχυση της θέσης του STEM στην εκπαίδευση έχει να αντιμετωπίσει πολλά εμπόδια· από την ανεπαρκή κατάρτιση των εκπαιδευτικών μέχρι την εδραιωμένη -αλλά λανθασμένη- αντίληψη ότι οι θετικές επιστήμες είναι δύσκολες, αλλά και πρακτικά άχρηστες για τη ζωή. Γι’ αυτό και είναι καταλυτική η ανάγκη μιας πανεθνικής ευαισθητοποίησης, όχι μόνον των νέων, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Το μήνυμα που θα πρέπει να μεταδοθεί είναι ότι οι θετικές επιστήμες, η τεχνολογία, η μηχανική δεν είναι μόνον ελκυστικές επιλογές καριέρας, αλλά ασκούν και μία δική τους, ξεχωριστή γοητεία. Όποιος, λόγου χάρη, βρεθεί σε ένα εργοστάσιο ή ένα ερευνητικό εργαστήριο τη στιγμή που αφηρημένες θεωρίες και άψυχοι μαθηματικοί τύποι ζωντανεύουν και από τη γραμμή παραγωγής βγαίνει ένα νέο προϊόν, αισθάνεται μία πρωτόγνωρη συγκίνηση που δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί με λόγια.
Για να μπορέσουν οι νέοι άνθρωποι, μαθητές και σπουδαστές, να φτάσουν σε αυτή τη θέση, όπου θα βιώσουν τη δημιουργικότητα από κοντά, χρειάζεται η δημιουργία ενός ευρύτερου οικοσυστήματος STEM με ενεργό εμπλοκή όλων των μερών: κράτους, ερευνητικών φορέων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρηματικής κοινότητας.
Και πρώτα και κύρια πρέπει να λειτουργήσει ένας αποτελεσματικός επαγγελματικός προσανατολισμός από νωρίς, δηλαδή από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Όχι ως ένα στείρο και μηχανιστικό σύστημα αξιολόγησης προσόντων, όπως έχει απαξιωθεί σήμερα, αλλά ως μία κοιτίδα δημιουργίας θετικών προτύπων και διαμόρφωσης προσωπικών οραμάτων των μαθητών.
Επιπλέον, η διασύνδεση του σχολείου με τον πραγματικό κόσμο της εργασίας είναι αυτή που μπορεί να ανάψει τη σπίθα του ενθουσιασμού για τα επαγγέλματα με υπόβαθρο STEM. Στο οικοσύστημα που θα δημιουργηθεί, ο θεσμός της μαθητείας πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει, παρά μόνον σε ορισμένες μεταλυκειακές σπουδές τεχνικής κατεύθυνσης. Σε μία γενικευμένη μαθητεία -απαίτηση για την απόκτηση των τυπικών προσόντων-, ο μαθητευόμενος θα εμπεδώνει ότι αυτά που έχει μάθει έχουν αξία στην πραγματική ζωή και θα ενθαρρύνεται να συνεχίσει και να πλουτίσει τις γνώσεις του.
Επισημάναμε παραπάνω το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις ανθρωπιστικές και στις θετικές επιστήμες, το οποίο επιτείνει ο λαϊκισμός που σχετικοποιεί την επιστήμη και απεχθάνεται τους σκεπτόμενους ανθρώπους. Αυτό το χάσμα πρέπει να κλείσει αμφίδρομα. Οι μελλοντικοί επιστήμονες θα αντιμετωπίσουν πολλά διλήμματα: στην Τεχνητή Νοημοσύνη, με την αυτονόμηση των αλγορίθμων· στη βιοτεχνολογία, με την επεξεργασία του γονιδιώματος που μπορεί να επηρεάσει τις μελλοντικές γενιές· και στην κλιματική αλλαγή, όπου κάθε εναλλακτική στρατηγική έχει διαφορετικές επιπτώσεις. Τα περισσότερα από αυτά τα διλήμματα αφορούν την άσκηση εξουσίας, τον έλεγχο των δραστηριοτήτων, την ανακατανομή του εισοδήματος και τις εδραιωμένες προκαταλήψεις. Είναι στη βάση τους ηθικά διλήμματα, όχι τεχνολογικά, και για να αντιμετωπιστούν χρειάζεται μία ανθρωπιστική παιδεία, που θα πλαισιώνει το STEM. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι κορυφαία πανεπιστήμια, όπως το Yale και το Harvard, που παράγουν εξέχοντες θετικούς επιστήμονες, παρέχουν μία ισχυρή ανθρωπιστική παιδεία σε όλους τους φοιτητές τους. Απ’ την άλλη, όλοι οι απόφοιτοι ενός εκπαιδευτικού συστήματος πρέπει απαραίτητα να είναι τεχνολογικά εγγράμματοι - ώστε να μπορούν να καταλαβαίνουν τον κόσμο που τους περιβάλλει και να είναι σε θέση να παίρνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σε ένα πολυσύνθετο περιβάλλον.
Αυτό το γεφύρωμα του χάσματος -διδάσκοντας οργανικά στους μεν θεωρητικούς επιστήμονες μαθήματα θετικής κατεύθυνσης, στους δε θετικούς επιστήμονες και μηχανικούς ανθρωπιστικά μαθήματα- δίνει περισσότερες ευκαιρίες σε όλους και προάγει μία κοινωνία όπου όλοι μιλάνε την ίδια γλώσσα. Μια κοινωνία που θα ευημερεί ειρηνικά και θα συνεννοείται.
*Ο Γιώργος Ναθαναήλ είναι σύμβουλος του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ.