Το μυθιστόρημα «Οι ακρωτηριασμένοι» του Χέρμανν Ούνγκαρ (1893-1929) κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροές, σε μετάφραση Βασίλη Πατέρα και με επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη.
Ο υπάλληλος τραπέζης Φραντς Πόλτσερ, παγιδευμένος σε έναν ψυχρό εργασιακό κόσμο, έχει παραδοθεί στη μοιρολατρία και, ουσιαστικά, φυτοζωεί σε μια αέναα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα. Το μόνο που τον συγκροτεί και τον συγκρατεί στη ζωή είναι η ακούραστη επιδίωξη της τάξης και της ασφάλειας –με τη μορφή της προστασίας από ένα εχθρικό και απρόβλεπτο, όπως το αντιλαμβάνεται, περιβάλλον. Ο κόσμος είναι ο πιο άσπονδος εχθρός του, κι εκείνο που του επιτρέπει να αντέχει τον αβάσταχτο βίο του είναι η προβλεψιμότητα της κάθε ημέρας.
Ο φόβος απέναντι σε κάθε αλλαγή τον ρίχνει στην αγκαλιά της σπιτονοικοκυράς του, της Κλάρας Πόργκες, μιας μαραμένης χήρας, η οποία ξέρει να εκμεταλλεύεται τις φοβίες του και τον εξουσιάζει πλήρως, μέχρι του σημείου της σεξουαλικής κακοποίησης.
Στο επίκεντρο του έργου του Ούνγκαρ βρίσκουμε συχνά χαρακτήρες όπως ο Φραντς Πόλτσερ των «Ακρωτηριασμένων», οι οποίοι είναι ανίκανοι να δράσουν και οδηγούνται στην πλήρη αυτοταπείνωση. Ο πρώιμος θάνατος του συγγραφέα –πέθανε μόλις 36 ετών από οξεία σκωληκοειδίτιδα- έδωσε αφορμή για την υπόθεση ότι ο Ούνγκαρ βρισκόταν κοντά στους ήρωές του.
«Εκείνη έκαμψε την αντίστασή του και άνοιξε την πόρτα. Ο Πόλτσερ είδε στο σκοτάδι ότι τα μαλλιά της ήταν λυτά.
Ήταν κι εκείνη με τη νυχτικιά της.
Τον πήρε από το χέρι.
“Έλα Πόλτσερ!” είπε. Η φωνή της ήταν βραχνή. “Έλα!”
Εκείνος δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του.
Τον τράβηξε στο σκοτεινό δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Τον οδήγησε στο κρεβάτι. “Μα εσύ τρέμεις” του είπε.
Το κρεβάτι ήταν ζεστό. Τον σκέπασε με το πάπλωμα. Το κρεβάτι ανάδινε μια μυρωδιά μαλλιών.
Η κυρία Πόργκες έγειρε δίπλα του.
“Δεν θα με διώξετε από το δωμάτιο, κυρία Πόργκες;” είπε.
Εκείνη γέλασε και τρίφτηκε πάνω του. Ο Πόλτσερ κατάλαβε ότι περίμενε κάτι απ’ αυτόν και κόλλησε πάνω της. Η κυρία Πόργκες τον αγκάλιασε και γέλασε δυνατά. Ο Πόλτσερ αναλογίστηκε τις συνέπειες της έξωσης και έβαλε τα δυνατά του. Από στιγμή σε στιγμή γινόταν ολοένα πιο νευρικός και ανυπόμονος. Ένιωσε τον ιδρώτα να σχηματίζει σταγόνες στο μέτωπό του. Τώρα η κυρία Πόργκες ήταν ξαπλωμένη δίπλα του και δεν κουνιόταν.
“Μα πώς ιδρώνεις έτσι, τρεμουλιάρη!” είπε γελώντας. “Πώς ιδρώνεις!”
O Πόλτσερ ντράπηκε για τον ιδρώτα του εκείνη τη στιγμή, αν και ήξερε πως δεν ήταν ντροπή να ιδρώνεις αλλά κάτι φυσιολογικό.
“Είμαι κουρασμένη” είπε η κυρία Πόργκες. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Έπειτα γύρισε προς τη μεριά του τοίχου. “Γι’ αυτό με ξύπνησες;” “Ίσως αύριο τα καταφέρεις καλύτερα” του είπε γελώντας». Μια λαίλαπα από γεγονότα πυροδοτείται -ένα κουβάρι από αδιέξοδα, θρησκευτικό φανατισμό, φιλαργυρία και βίαιη σεξουαλικότητα- που απειλεί να αφανίσει στο πέρασμά της όχι μόνο την τάξη αλλά και όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Ο μεγάλος Αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, αναφερόμενος στο μυθιστόρημα «Οι ακρωτηριασμένοι», έγραψε ότι «έχει μια τόσο δαιμονική δύναμη, ώστε νιώθεις να διαπερνούν τα νεύρα σου ρίγη αδυναμίας σχεδόν μεθυστικά – […] δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις με τρόμο, δεν μπορείς παρά να συνεχίσεις να το διαβάζεις με φρίκη…».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]