Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Στις 5 Νοεμβρίου του 2020 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε διά της τηλεόρασης ότι η χώρα έμπαινε και πάλι σε lockdown, με αρχική εκτίμηση διάρκειας τότε τις τρεις εβδομάδες. Δίπλα του ο επικεφαλής της επιτροπής λοιμωξιολόγων Σωτήρης Τσιόδρας εξήγησε στον ελληνικό λαό ότι τα μέτρα ήταν αναγκαία, γιατί τα ημερήσια κρούσματα είχαν ξεπεράσει τα 1.600 και οι νοσηλείες σε ΜΕΘ είχαν φτάσει τις 213.
Την ερχόμενη Δευτέρα, έπειτα από πέντε συνεχόμενους μήνες lockdown, η πολιτεία προβαίνει σε μερικό άνοιγμα δραστηριοτήτων στην αγορά και στις διαδημοτικές μετακινήσεις. Κάθε ορθολογικός νους θα περίμενε ότι αυτή η εξέλιξη θα ερχόταν ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των δεικτών που είχαν προκαλέσει δικαιολογημένη ανησυχία στον κ. Τσιόδρα. Κι όμως! Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Υγείας χθες καταγράφηκαν 3.616 κρούσματα, ενώ οι διασωληνωμένοι στις ΜΕΘ ήταν 739.
Αν προστεθεί σε αυτή την εικόνα η αυξημένη μεταδοτικότητα των νέων στελεχών του ιού, αλλά και το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός ασθενών νοσηλεύεται εκτός ΜΕΘ, τότε μπορεί να συνάγει ότι τα σημερινά στοιχεία δεν δικαιολογούν χαλάρωση, αλλά αυστηροποίηση μέτρων. Και αυτό είναι κάτι που συμμερίζονται πολυάριθμοι ειδικοί.
Τι συνέβη λοιπόν; Γιατί δίνεται αυτή η μικρή «ανάσα» στην αγορά και στις μετακινήσεις την ώρα που τα στοιχεία συνηγορούν στο αντίθετο; Ακούγεται παράδοξο, αλλά το άνοιγμα έρχεται ως αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της αποτυχίας. Η κυβέρνηση αλλά και η επιτροπή των λοιμωξιολόγων έχουν χάσει πλέον την πίστη τους στην αποτελεσματικότητα των μέτρων που εισηγούνται.
Την ίδια ώρα οι πολίτες έχουν απολέσει την εμπιστοσύνη τους σε όσα καλούνται να εφαρμόσουν. Και όλοι προκρίνουν το σταδιακό άνοιγμα ως μοναδική διέξοδο.
Αυτή την ώρα δεν έχει τόσο νόημα να ασχοληθεί κανείς με το ποιος ευθύνεται για την αποτυχία.
Το ζήτημα είναι ότι η πολιτεία και οι πολίτες δείχνουν να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Δυστυχώς, όμως, οι αποφάσεις απελπισίας δεν προοιωνίζονται θετικά αποτελέσματα. Και οι αποτυχίες δεν φέρνουν μακρόχρονα δώρα.