«Το νησί», το ιστορικό πολυβραβευμένο μυθιστόρημα της Βρετανίδας Βικτόρια Χίσλοπ κυκλοφορεί σε ανανεωμένη έκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Μιχαήλ Δελέγκου και Φωτεινής Πίπη.
Σε μια κρίσιμη φάση της ζωής της, η έφηβη Αλέξις, επιθυμώντας να μάθει την ιστορία της οικογένειάς της, επισκέπτεται την Κρήτη. Το μόνο που ξέρει ως τώρα είναι πως η μητέρα της έχει μεγαλώσει σ’ ένα μικρό χωριό εκεί, προτού εγκατασταθεί για πάντα στο Λονδίνο.
Το μόνο στοιχείο που διαθέτει για να ξετυλίξει το κουβάρι του παρελθόντος είναι ένα γράμμα που της δίνει η μητέρα της. Της υπόσχεται πως, αν το παραδώσει σε μια παλιά της φίλη, θα μάθει όλη την αλήθεια.
Η αλήθεια τριγυρνά στο μικρό, εγκαταλελειμμένο νησί της Σπιναλόγκας -το πρώην νησί των λεπρών.
Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει νέο πρόλογο της Χίσλοπ -που τιτλοφορείται «Eίκοσι χρόνια μετά», απόσπασμα που παρατίθεται αυτούσιο από το ανέκδοτο έργο του Μανώλη Φουντουλάκη «Μνήμες από τον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών» -με την ευγενική παραχώρηση της οικογένειας Φουντουλάκη, και δύο οκτασέλιδα ένθετα από το αρχείο της Χίσλοπ και με την ευγενική παραχώρηση του Στέλιου Κτενιαδάκη, με φωτογραφίες από τη Σπιναλόγκα τότε και τώρα.
Γράφει η Χίσλοπ στον πρόλογο: «Με κάθε επίσκεψή μου στο νησί μεγάλωνε η αγάπη μου γι’ αυτό το μοναδικό μέρος και πλήθαιναν στο
μυαλό μου τα πρόσωπα και οι ιδέες για το πώς θα εξελισσόταν η ιστορία μου. Η εγγύτητα της Πλάκας στη Σπιναλόγκα δε σταμάτησε ποτέ να με εντυπωσιάζει και το γεγονός ότι από την Πλάκα μπορούσες να δεις μικρές ανθρώπινες σιλουέτες να κινούνται στην απέναντι όχθη προσέδωσε επιπλέον ένταση στην ιστορία που διαμορφωνόταν στο μυαλό μου. Έγραψα έναν λεπτομερέστατο σκελετό της ιστορίας, κρατώντας στον νου μου δύο βασικές ιστορικές ημερομηνίες: της γερμανικής εισβολής στην Κρήτη και της ανακάλυψης της θεραπείας για τη λέπρα. Επίσης, ήθελα να συμπεριλάβω δύο γενιές πασχόντων μέσα σε μία οικογένεια, καθώς και μία μεταγενέστερη γενιά, από την οποία οι παλαιότεροι κρύβουν το παρελθόν λέπρας στην οικογένεια. Έγραψα μια σύνοψη του μυθιστορήματος και ένα ενδεικτικό κεφάλαιο και τα έστειλα σε μια σειρά από Βρετανούς εκδότες. Πολλοί το απέρριψαν. Τους άρεσε η ιδέα μιας ιστορίας αγάπης σε ένα ελληνικό νησί, αλλά η λέπρα θεωρήθηκε όχι μόνο αναπάντεχο θέμα, αλλά και αποτρεπτικό για τις πωλήσεις. Κατά τύχη, η πρότασή μου υπέπεσε και στην αντίληψη μιας νεαρής Βρετανίδας επιμελήτριας, η οποία αντιλήφθηκε αμέσως όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και το “πνεύμα” της ιστορίας. […] Μερικές φορές τα μυθιστορήματα αποκτούν δική τους ζωή και κάθε αναγνώστης ερμηνεύει το νόημα και το περιεχόμενό τους με τον δικό του τρόπο, ενσωματώνοντας στην ανάγνωση τις προσωπικές του ελπίδες, τους φόβους του και τα συναισθήματά του. Όσον αφορά ειδικά τους Έλληνες αναγνώστες, θεωρώ ότι χρειάστηκε να έρθει ένας “ξένος”, ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον τόπο και την πραγματική ιστορία της Σπιναλόγκας, για να δει αυτό το μέρος με έναν καινούργιο τρόπο και να το παρουσιάσει ως έναν τόπο ελπίδας και θάρρους. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα, όμως πιστεύω πως οι νεκροί αφήνουν πίσω τους, στη σκόνη, ίχνη όλων των συναισθημάτων τους –της λύπης, της χαράς, της αγάπης, του φόβου και ούτω καθεξής. Και πιστεύω πως αυτά τα ίχνη ήταν η έμπνευσή μου».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]