Την Ειδική Διαρκή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και τη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής ενημέρωσε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότης Μηταράκης, παρουσία και του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μαργαρίτη Σχοινά, αναφορικά με την εν εξελίξει διαπραγμάτευση για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου.
Ο κ. Μηταράκης τόνισε ότι η Ελλάδα, με τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχει καταφέρει να ανακτήσει τον έλεγχο της μεταναστευτικής κρίσης και επισήμανε ότι μέσα στους 12 μήνες του 2020 σημειώθηκε δραστική μείωση αφίξεων κατά 80%, σημαντική αποσυμφόρηση των νησιών του Αιγαίου κατά 65%, αύξηση κατά 64% της έκδοσης αποφάσεων ασύλου στις 106.000 και μείωση των διαμενόντων σε όλη τη χώρα από 94.000 σε 64.000.
Για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, ο υπουργός δήλωσε ότι «στόχευση της Ελλάδας είναι να επιτευχθεί μια αποτελεσματική, βιώσιμη και δίκαιη συμφωνία και χαρακτήρισε το προτεινόμενο νέο σύμφωνο ως μια αξιόλογη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σημείωσε, ωστόσο, ότι «οι προτάσεις της Επιτροπής δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανησυχίες της Ελλάδας, όπως και στις ανησυχίες των λοιπών μεσογειακών κρατών-μελών».
O υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου αναφέρθηκε συγκεκριμένα στους βασικούς άξονες που χρήζουν περαιτέρω διαπραγμάτευσης στα κείμενα του Συμφώνου, τονίζοντας ότι «η ισορροπία μεταξύ των υποχρεώσεων των κρατών-μελών και της επίδειξης έμπρακτης και αποτελεσματικής αλληλεγγύης προς τα κράτη-μέλη υπό μεταναστευτική πίεση δεν επιτυγχάνεται επαρκώς, καθώς οι υποχρεώσεις είναι αυστηρές και λεπτομερείς, ενώ οι διατάξεις αναφορικά με την αλληλεγγύη έχουν λιγότερο δεσμευτικό χαρακτήρα».
Στο ζήτημα της αλληλεγγύης, ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε πως οι εναλλακτικές μορφές υποστήριξης στα κράτη-μέλη υπό μεταναστευτική πίεση, όπως η βοήθεια στην προστασία συνόρων και η παροχή μέσων και πόρων, «θα πρέπει να ενεργοποιούνται μόνον εάν έχει ήδη εξασφαλισθεί ο απαραίτητος αριθμός μετεγκαταστάσεων σε άλλα κράτη-μέλη».
Παράλληλα, αναφέρθηκε και στους προβληματισμούς που απορρέουν από το σχέδιο Κανονισμού για τη διαλογή των παράνομα εισερχομένων προσώπων (screening) στα εξωτερικά σύνορα, που βρίσκεται σε διαπραγμάτευση, καθώς «επιβαρύνει δυσανάλογα τα κράτη-μέλη πρώτης γραμμής με τη συσσώρευση μεγάλου αριθμού ατόμων σε χώρους που καταλήγουν, κατά πλάσμα δικαίου, να μη θεωρούνται ευρωπαϊκό έδαφος», ενώ «προτάσσει τις συνοριακές διαδικασίες έναντι της αυτονόητης ανάγκης προστασίας των εξωτερικών συνόρων».
Αναφορικά με τις επιστροφές, ο κ. Μηταράκης προέταξε την αναγκαιότητα ενός κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών, διευκρινίζοντας ότι «η συντονισμένη πίεση προς τρίτες χώρες είναι αυτό που χρειαζόμαστε για ένα αποτελεσματικό σύστημα επιστροφής». Η καλή συνεργασία των τρίτων χωρών σε όλες τις πτυχές της μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των θεμάτων επιστροφών, «θα πρέπει να συνιστά προϋπόθεση για την ευρύτερη εταιρική τους σχέση με την Ε.Ε.» είπε.
Αναφερόμενος στην Τουρκία, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου τόνισε ότι η ύπαρξη αποτελεσματικού πλαισίου συνεργασίας με την Τουρκία είναι κομβικής σημασίας και κάλεσε την «Ευρωπαϊκή Ένωση να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες για την ορθή εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης, μέσα από ένα χρηματοδοτικό μηχανισμό ο οποίος θα πρέπει να συνοδεύεται από μηχανισμό παρακολούθησης που θα καταγράφει σε μηνιαία βάση τις νέες αφίξεις από Τουρκία και τις επιστροφές στην Τουρκία». Παράλληλα, πρόσθεσε ότι «είναι επιτακτική ανάγκη όσον αφορά στις επιστροφές που πραγματοποιούνται προς την Τουρκία βάσει της Κοινής Δήλωσης, να περιλαμβάνονται άτομα που βρίσκονται είτε στα νησιά είτε στην ενδοχώρα».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Μηταράκης έκανε λόγο «για την άμεση ανάγκη επανεξέτασης, των απαραίτητων χρηματοδοτικών εργαλείων για την περίοδο 2021-27, από την πλευρά της Επιτροπής, καθώς οι αναμενόμενες χρηματοδοτήσεις προς την Ελλάδα περιορίζονται σημαντικά, με αποτέλεσμα να υπάρξει κίνδυνος δραστικού περιορισμού ή ακόμη και διακοπής προγραμμάτων φιλοξενίας, ένταξης και προστασίας αιτούντων άσυλο και προσφύγων».