To βιβλίο «Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις» του Ορχάν Παµούκ κυκλοφορεί σε νέα, εμπλουτισμένη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Στέλλας Βρετού.
«“Δεν µπορεί να είναι τόσο χάλια η ζωή” σκέφτοµαι καµιά φορά. “Ό,τι και να γίνει, ο άνθρωπος στο τέλος µπορεί να πάει να περπατήσει στον Βόσπορο”». Ο Παµούκ αφηγείται τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Η αφήγηση ξεκινά από τη στιγµή που ο συγγραφέας αντιλαµβάνεται τον εαυτό του ως «εγώ», µιλά για την οικογένειά του, αναζητά την πηγή της ευτυχίας και της δυστυχίας στα στενά της Ιστανµπούλ και στα υπέροχα νερά του Βοσπόρου, στρέφεται στους συγγραφείς και τους ζωγράφους –Τούρκους και µη, Δύσης και Ανατολής– που συνέβαλαν στην αυτογνωσία τη δική του και της πόλης του. Με ταχύτητα αστυνοµικού µυθιστορήµατος παρακολουθούµε τη διαµόρφωση του ψυχικού κόσµου του Παµούκ και ανακαλύπτουµε, µέσα από τη διεισδυτική µατιά του, τα σοκάκια της Ιστανµπούλ της δεκαετίας του 1950, τις λιθόστρωτες λεωφόρους, τα κατεστραμμένα από τις πυρκαγιές ξύλινα αρχοντικά, την εξαφάνιση ενός αλλοτινού κόσµου και πολιτισµού και τις δυσκολίες ανάδυσης ενός καινούριου µέσα στα ερείπια του πρώτου. Ένα πορτρέτο της θρυλικής πόλης –αυτοπροσωπογραφία επίσης του συγγραφέα– και της χιουζούν, της θλίψης, της µελαγχολίας, της tristesse, του δυνατού και µόνιµου αισθήµατος «που µεταδίδουν ο ένας στον άλλο οι κάτοικοι της Ιστανµπούλ και η ίδια η Ιστανµπούλ» και ζει στα ερείπια µιας χαµένης αυτοκρατορίας.
Η αφήγηση, στην εµπλουτισµένη αυτή έκδοση, µε 200 επιπλέον φωτογραφίες, συνοµιλεί µε φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα και φωτογραφίες µεγάλων φωτογράφων, µε πρώτο τον Αρά Γκιουλέρ.
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1952. Το 2006, τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του καθώς, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας, «αναζητώντας τη μελαγχολική ψυχή της γενέθλιας πόλης του, ανακάλυψε καινούργια σύμβολα για τη σύγκρουση και τη συνύφανση των πολιτισμών».
«Στην πολυκατοικία μας δεν είχα δει κανέναν από την οικογένειά μας ούτε να κάνει ναμάζι ούτε να νηστεύει ούτε να ψιθυρίζει μια προσευχή. Οι δικοί μου, αν και ολότελα απομακρυσμένοι από τη θρησκεία, ζούσαν με τον φόβο, όπως οι Γάλλοι αστοί, μιας τελικής αναμέτρησης μαζί της. Η κοσμική ανησυχία της κεμαλικής δημοκρατίας έδινε σε αυτό το κενό πίστης, που θα μπορούσε κανείς να το δει σαν έλλειψη αρχών, κυνισμό, ασέβεια, μια εικόνα μοντερνισμού και εξευρωπαϊσμού. Η πνευματική αυτή ραθυμία, όταν ήταν ανάγκη, έλαμπε, για να σβήσει όμως αμέσως μετά, με τη φλόγα ενός “ιδεαλισμού” που προβαλλόταν με περηφάνια. Όμως το πνευματικό τοπίο στο εσωτερικό του σπιτιού μας, μιας και τη θέση της θρησκείας δεν την είχε πάρει τίποτε βαθύ, ήταν άδειο, σαν τα γεμάτα σαβούρα και αγριόχορτα μελαγχολικά οικόπεδα που μένανε πίσω όταν καίγονταν και γκρεμίζονταν άσπλαχνα τα ξύλινα κονάκια».
Τον περασμένο Ιούλιο, ο Παμούκ δεν παρέλειψε να κάνει παρέμβαση για τη μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί. Ο διασημότερος συγγραφέας της Τουρκίας και βραβευμένος, το 2006, με Νόμπελ Λογοτεχνίας, είπε πως η απόφαση «στερεί την υπερηφάνεια από όσους Τούρκους θεωρούσαν ότι βρίσκονται σε κοσμικό μουσουλμανικό κράτος». «Υπάρχουν εκατομμύρια κοσμικοί Τούρκοι, σαν εμένα, που αντιδρούν, αλλά οι φωνές τους δεν ακούγονται εξαιτίας ελλείμματος ελευθέριας λόγου και δημοκρατίας» -πρόσθεσε, μιλώντας στο BBC.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]