Στο αρχείο τέθηκαν χθες οι καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου περί βιασμού της από μεγαλοπαράγοντα της Ιστιοπλοΐας πριν από 23 χρόνια. Σχολιάζοντας σήμερα την αρχειοθέτηση της υπόθεσης η Ολυμπιονίκης δήλωσε ότι και μόνο το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία και η πολιτεία την στήριξαν και βρέθηκαν και άλλες κοπέλες και άνδρες να βγουν να καταγγείλουν (μιλήσουν για τη δική τους περίπτωση), είναι σα να έχει δικαιωθεί.
Όπως επισήμανε η Σοφία Μπεκατώρου, «επειδή ήταν αναμενόμενη η παραγραφή, δεν έχω απογοητευθεί, γιατί έχουν ανοίξει τα στόματα πάρα πολλών ανθρώπων, εκφράζονται, αντιστέκονται σε τέτοια κακουργήματα, σε παρενοχλήσεις και επιτέλους η κοινωνία μας είναι πιο έτοιμη να ακούσει και να κάνει αλλαγές».
Επιπλέον τόνισε πως «μπορεί να έχει παραγραφεί το έγκλημα αυτό, ωστόσο η αποκάλυψή του για μένα ήταν πολύ συμβολική αλλά και ουσιαστική. Ουσιαστική γιατί έχει προχωρήσει η χώρα μας σε μια άλλη φάση, όπου εύχομαι να εφαρμόσει περισσότερο και η σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και να μπορέσουν να δουν στο υπουργείο Δικαιοσύνης κατά πόσο αυτά τα εγκλήματα θα παραγράφονται ή όχι και νομίζω ότι υπάρχει η διάθεση για ανοιχτό διάλογο, ο οποίος εύχομαι και πιστεύω ότι θα οδηγήσει σε ουσιαστικά συμπεράσματα και αλλαγές».
Μιλώντας στην δημόσια τηλεόραση, γνωστοποίησε ότι υπάρχουν και σήμερα εν ενεργεία αθλητές που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα παρενόχλησης με τα δικά της.
Για το γεγονός ότι στην καταγγελία της είχε συμπεριλάβει και κάποιες άλλες αθλήτριες που δέχτηκαν επιθέσεις σεξιστικού περιεχομένου και μια από αυτές έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης και για το κατά πόσο έχει καταγγείλει και άλλες υποθέσεις για τις οποίες περιμένει ανάλογη εξέλιξη η κα Μπεκατώρου απάντησε πως της τηλεφωνούν συνέχεια και εκείνη προσπαθεί να τους κατευθύνει σωστά, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στις δικές τους καταγγελίες και επισήμανε πως είναι στη διάθεσή τους και θα συνεχίσει να το κάνει. Ωστόσο, όπως υπενθύμισε υπάρχει η γραμμή 15900,για να γίνει επίσημη καταγγελία και να προχωρήσει η υπόθεση στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Εξέφρασε επίσης την ευχή ότι «τα κόμματα θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για την πάταξη αυτού του αδικήματος».
Για το κατά πόσο περίμενε τέτοια στήριξη από την ελληνική κοινωνία, αλλά και για το ότι θα έδινε τέτοια ώθηση σε γυναίκες και άνδρες να βγουν και να δημοσιοποιήσουν τις δικές τους προσωπικές ιστορίες, απάντησε πως δεν το γνώριζε και ουσιαστικά είπε πως «από τη στιγμή που βγήκα να το πω, έπρεπε να είμαι έτοιμη να είμαι και μόνη μου. Είχα μπει στη διαδικασία και είχα την αυτοπεποίθηση ότι ακόμη και μόνη μου θα προχωρούσα», υπογράμμισε. «Το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία, η πολιτεία αγκάλιασε αυτή την καταγγελία και βρέθηκαν και άλλες κοπέλες και άνδρες να βγουν να καταγγείλουν (μιλήσουν για τη δική τους περίπτωση) για μένα είναι πολύ σημαντικό. Και μόνο που έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο είναι σαν να έχω δικαιωθεί» σημείωσε.
Τέλος, όσον αφορά στα σχόλια, που όπως είπε έχει ακούσει, ότι με την καταγγελία της υπάρχει τεράστια δυσφήμιση για τον ελληνικό αθλητισμό, τόνισε πως «ο αθλητισμός είναι ζωή και ορισμένοι τον γκρεμίζουν και πρέπει να φύγουν» Αυτό δεν ισχύει μόνο στον αθλητισμό αλλά και σε άλλους χώρους, πρόσθεσε για να καταλήξει πως «Για να περάσουμε σε μια κάθαρση υπάρχει μία διαδικασία που είναι επώδυνη για όλους. Δεν σημαίνει ότι όταν φαινόμαστε «υγιής κοινωνία» είμαστε κιόλας» Σε ό, τι την αφορά κατέθεσε ότι «Έβγαλα από μέσα μου ένα βαρίδι και η ζωή μου καλυτέρεψε».
Η δικηγόρος
Την ίδια ώρα, σε ανακοίνωσή της, η πληρεξούσια δικηγόρος της Σοφίας Μπεκατώρου, Έλλη Ρούσσου, δηλώνει:
«Η Σοφία Μπεκατώρου, στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης που είχε διατάξει ο αθλητικός εισαγγελέας για την Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία, μετά τις καταγγελίες του Νίκου Κακλαμανάκη και άλλων αθλητών, είχε καταθέσει μεταξύ άλλων και το έγκλημα του βιασμού της, που υπέστη από παράγοντα της Ομοσπονδίας, κατά τη διάρκεια αθλητικής διοργάνωσης στο εξωτερικό, κατάθεση που επανέλαβε στον αρμόδιο εισαγγελέα, μετά την αυτεπάγγελτη παρέμβαση της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών.
Το έγκλημα αυτό ως πράξη κακουργηματικού χαρακτήρα έχει παραγραφεί, εφόσον έχει παρέλθει δεκαπενταετία από την τέλεσή του.
Η παραγραφή αυτή, όμως, δεν αναιρεί την απεχθή τέλεση αυτού του εγκλήματος και δεν αποκλείει το έννομο συμφέρον του κάθε θύματος για την αποκάλυψη του, που είναι εξ ίσου οδυνηρή με τη διάπραξη του εγκλήματος εις βάρος του.
Απαιτούνται θεσμοί και μηχανισμοί, καθώς επίσης εκπαιδευτικά εργαλεία και κανόνες δεοντολογίας σε όλους τους χώρους απασχόλησης, ώστε να ενθαρρύνεται κάθε πρόσωπο να καταγγέλλει πράξεις παρενόχλησης και κακοποίησης εις βάρος του, χωρίς οποιοδήποτε φόβο κινδύνου της ψυχικής του υγείας, της οικογενειακής του γαλήνης και της επαγγελματικής του επιβίωσης, στην περίπτωση αποκάλυψής τους.
Οι καταγγελίες θυμάτων για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας τους, ακόμη και εάν έχουν παραγραφεί, αφυπνίζουν και εισφέρουν στην ουσιαστική δικαιοσύνη και την ηθική σε όλους τους χώρους της κοινωνίας μας, που ως έννοιες ζωντανές και αξίες διαχρονικές δεν περιορίζονται από δικονομικούς κανόνες».
naftemporiki.gr