Τέλος στη δράση διεθνικής εγκληματικής οργάνωσης, η οποία δραστηριοποιούνταν στη διευκόλυνση της παράνομης εισόδου στο ελληνικό έδαφος πολιτών τρίτων χωρών και στην περαιτέρω παραλαβή και μεταφορά τους στο εσωτερικό της χώρας έβαλε η ΕΛΑΣ.
Την υπόθεση χειρίστηκε το Τμήμα Δίωξης Εγκληματικών Οργανώσεων και Διεθνικών Υποθέσεων της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
Για την αποδόμηση της εγκληματικής αυτής οργάνωσης οργανώθηκε την Τετάρτη ευρεία αστυνομική επιχείρηση σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κατερίνη, με τη συνδρομή αστυνομικών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης και της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Κατερίνης.
Κατά τη διάρκειά της, συνελήφθησαν εννέα αλλοδαποί, μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
Έναυσμα για την επιχείρηση αποτέλεσε η σύλληψη βασικού στελέχους της εγκληματικής οργάνωσης, από αστυνομικούς της Ομάδας Δίωξης Παράνομης Μετανάστευσης του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Σαπών, ο οποίος ως συνοδηγός οχήματος συντόνιζε τη μεταφορά τεσσάρων αλλοδαπών από τον νομό Έβρου στον νομό Θεσσαλονίκης.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, η εγκληματική οργάνωση είχε συγκροτηθεί και αναπτύξει δράση τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2019, ακλουθώντας συγκεκριμένη μεθοδολογία δράσης.
Ειδικότερα σε πρώτο στάδιο, συγκέντρωναν αλλοδαπούς τρίτων χώρων στην Τουρκία και τους συνόδευαν - καθοδηγούσαν ώστε να εισέλθουν πεζοί στο ελληνικό έδαφος, από την περιοχή του Έβρου. Στη συνέχεια, τους συνόδευαν, μέσω προκαθορισμένης διαδρομής, στην περιοχή της Ροδόπης, όπου τους παραλάμβαναν με αυτοκίνητα, σε ομάδες τριών έως δέκα ατόμων, και τους μετέφεραν σε πρόχειρο προσωρινό κατάλυμα σε δασική περιοχή πλησίον της Εγνατίας Οδού.
Εκεί τους βιντεοσκοπούσαν να αναφέρουν τα στοιχεία τους και τα στοιχεία των μεσολαβητών τους και με χρήση σωματικής βίας και απειλές τούς εξανάγκαζαν να επικοινωνήσουν με οικείους τους ή άτομα που μεσολάβησαν για τη μεταφορά τους, απαιτώντας να καταβάλλουν χρηματικό ποσό από 900 έως 2.500 ευρώ, μέσω ανεπίσημου συστήματος χρηματικών μεταφορών (μέθοδο hawala).
Μετά την πληρωμή, μετέφεραν τους αλλοδαπούς στη Θεσσαλονίκη, με αυτοκίνητα και από εκεί - ασυνόδευτοι πλέον - κατέληγαν κατά κύριο λόγο στην Αττική και σε άλλους προορισμούς.
Για τη μεταφορά των αλλοδαπών χρησιμοποιούσαν μεταχειρισμένη αυτοκίνητα, τα οποία καταχωρούσαν σε στοιχεία «αχυρανθρώπων». Όπως διαπιστώθηκε, προέβησαν σταδιακά στην αγορά 130 μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η αγοραστική αξία των οποίων υπερβαίνει τις 700.000 ευρώ.
Από τις έρευνες βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πλήθος ψηφιακών μέσων αποθήκευσης και κινητών τηλεφώνων, πλήθος παραστατικών μεταφοράς χρημάτων, πλήθος εγγράφων που αφορούν τη μεταβίβαση δεκάδων οχημάτων της εγκληματική οργάνωσης σε στοιχεία «αχυρανθρώπων», πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα, γνήσια ταξιδιωτικά έγγραφα τρίτων προσώπων και πέντε επιχειρησιακά οχήματα.
Επιπλέον, στην κατοικία ενός μέλους βρέθηκαν τρεις αλλοδαποί που στερούνταν νομιμοποιητικών έγγραφων για την παραμονή τους στη χώρα και σε βάρος τους εφαρμόστηκε το μέτρο της διοικητικής απέλασης.
Με δικογραφία σε βάρος τους, για τα κατά περίπτωση αδικήματα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, αρπαγής, εκβίασης, πλαστογραφίας και υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και παραβάσεων του Κώδικα Μετανάστευσης, οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Συγκατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση είναι άλλα 29 άτομα.
ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ
Η επιχείρηση Riviera υποστηρίχτηκε πληροφοριακά από την Europol, ενώ εξειδικευμένοι αναλυτές και εμπειρογνώμονες του Οργανισμού συνέδραμαν και κατά το στάδιο των ερευνών με αναλυτική υποστήριξη, ελέγχους στις βάσεις δεδομένων και τακτικές επιχειρησιακές συναντήσεις με στελέχη των Αρχών της χώρας μας. Επιπρόσθετα, η επιχείρηση ενισχύθηκε με την κινητή μονάδα ανάλυσης δεδομένων (Mobile Office) του Οργανισμού.
Από ελληνικής πλευράς, υλοποιήθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Επιχειρήσεων (Ε.Σ.Ε.) της χώρας μας και εντάσσεται στο Πρόγραμμα «Empact» του Κύκλου Πολιτικής της Ε.Ε για την καταπολέμηση του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος και πιο συγκεκριμένα, πανευρωπαϊκής δράσης της οποίας ηγείται η Ελλάδα κι αποσκοπεί στην εξάρθρωση οργανωμένων δικτύων διακίνησης μεταναστών από την Τουρκία στην Ελλάδα και εν συνεχεία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.