Από την έντυπη έκδοση
Tου Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς
Η επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ από τους υποστηρικτές του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, την οποία υποκίνησε ο ίδιος, ήταν το προβλέψιμο αποτέλεσμα της τετραετούς επίθεσής του στους δημοκρατικούς θεσμούς, με τη βοήθεια και την υποστήριξη από πολλά μέλητου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Και κανείς δεν μπορεί να πει ότι ο Τραμπ δεν μας είχε προειδοποιήσει: δεν είχε δεσμευτεί για μια ειρηνική μετάβαση της εξουσίας. Πολλοί που επωφελήθηκαν όταν μείωσε τους φόρους στις εταιρείες και στους πλούσιους, ανέτρεψε τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και διόρισε φιλικούς προς τις επιχειρήσεις δικαστές ήξεραν ότι έκαναν μια συμφωνία με τον διάβολο. Είτε πίστευαν ότι μπορούσαν να ελέγξουν τις εξτρεμιστικές δυνάμεις που εξαπέλυσε, είτε δεν τους ένοιαζε. Από αυτό το σημείο, πού πηγαίνει η Αμερική; Είναι ο Τραμπ ένας παραλογισμός ή ένα σύμπτωμα βαθύτερης εθνικής ασθένειας; Μπορούν οι ΗΠΑ να θεωρηθούν έμπιστες ως χώρα; Θα θριαμβεύσουν ξανά σε τέσσερα χρόνια οι δυνάμεις που ανέδειξαν τον Τραμπ και το κόμμα που τον υποστήριξε συντριπτικά; Τι μπορεί να γίνει για να αποφευχθεί αυτό το αποτέλεσμα;
Προϊόν πολλαπλών δυνάμεων ο Τραμπ
Ο Τραμπ είναι το προϊόν πολλαπλών δυνάμεων. Για τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει καταλάβει ότι μπορεί να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της επιχειρηματικής ελίτ μόνο με το να ενθαρρύνει αντιδημοκρατικά μέτρα (όπως η καταστολή του εκλογικού σώματος και η χειραγώγησή του) και συμμάχους, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών φονταμενταλιστών, των υπερασπιστών της λευκής υπεροχής και των εθνικοφρόνων λαϊκιστών. Φυσικά, ο λαϊκισμός υπονοούσε πολιτικές που ήταν αντιφατικές προς την επιχειρηματική ελίτ. Όμως πολλοί επιχειρηματικοί ηγέτες για δεκαετίες κυριάρχησαν έχοντας την ικανότητα να εξαπατούν το κοινό. Οι εταιρείες καπνού ξόδεψαν πολλά σε δικηγόρους και σε ψευδή συμπεράσματα της επιστήμης, αρνούμενες τις βλαβερές επιπτώσεις των προϊόντων τους. Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες αρνήθηκαν επίσης τη συμβολή των ορυκτών καυσίμων στην κλιματική αλλαγή. Αναγνώρισαν ότι ο Τραμπ ήταν ένας από αυτούς.
Στη συνέχεια, οι εξελίξεις στην τεχνολογία παρείχαν ένα εργαλείο για την ταχεία διάδοση της παραπληροφόρησης και το πολιτικό σύστημα της Αμερικής, όπου το χρήμα κυριαρχεί, επέτρεψε στους αναδυόμενους τεχνολογικούς κολοσσούς να απελευθερωθούν από τη λογοδοσία. Αυτό το πολιτικό σύστημα έπραξε κάτι ακόμη: δημιούργησε ένα σύνολο πολιτικών (μερικές φορές αναφέρεται ως νεοφιλελευθερισμός) που πρόσφερε τεράστια κέρδη και πλούτο στα ανώτερα στρώματα, αλλά σχεδόν τίποτα οπουδήποτε αλλού. Σύντομα, μια χώρα στην αιχμή της επιστημονικής προόδου, χαρακτηρίστηκε από την υποχώρηση του προσδόκιμου ζωής και την αύξηση της υγειονομικής ανισότητας. Η νεοφιλελεύθερη υπόσχεση ότι ο πλούτος και τα κέρδη θα μετακυλίσουν στα χαμηλά στρώματα ήταν βασικά ψευδής. Καθώς οι μαζικές διαρθρωτικές αλλαγές αποβιομηχανοποίησαν μεγάλα τμήματα της χώρας, εκείνοι που έμειναν πίσω αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην τύχη τους. Όπως προειδοποίησα στα βιβλία μου «The Price of Inequality and People» και «Power, and Profits», αυτός ο τοξικός συνδυασμός παρείχε μια ελκυστική ευκαιρία για έναν υποψήφιο δημαγωγό.
Επιχειρηματικό πνεύμα και απουσία ηθικών περιορισμών
Όπως έχουμε δει επανειλημμένα, το επιχειρηματικό πνεύμα των Αμερικανών, σε συνδυασμό με την απουσία ηθικών περιορισμών, παρέχει μια ευρεία γκάμα τσαρλατάνων, εκμεταλλευτών και υποψήφιων δημαγωγών. Ο Τραμπ, ένας επιδέξιος, ναρκισσιστής κοινωνιοπαθής,χωρίς κατανόηση των οικονομικών ή εκτίμηση της δημοκρατίας, ήταν ο άνθρωπος της στιγμής. Ο άμεσος στόχος είναι να κατασταλεί η απειλή που εξακολουθεί να θέτει ο Τραμπ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων πρέπει να τον κατηγορήσει τώρα και η Γερουσία θα πρέπει να το κάνει λίγο αργότερα, για να τον εμποδίσουν να διεκδικήσει ξανά το ομοσπονδιακό αξίωμα. Θα πρέπει να είναι για το συμφέρον των Ρεπουμπλικάνων, όχι λιγότερο από των Δημοκρατικών, να δείξουν ότι κανείς, ούτε καν ο πρόεδρος, δεν υπερισχύει του νόμου. Όλοι πρέπει να κατανοήσουν την επιτακτική ανάγκη να τιμώνται οι εκλογές και να διασφαλίζεται η ειρηνική μετάβαση της εξουσίας. Ωστόσο, δεν πρέπει να κοιμόμαστε ήσυχα μέχρι να αντιμετωπιστούν τα υποκείμενα προβλήματα.
Σε πολλά εμπεριέχονται μεγάλες προκλήσεις. Πρέπει να συνδυάσουμε την ελευθερία της έκφρασης με την ευθύνη για την τεράστια ζημιά που μπορεί να προκαλεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από την υποκίνηση της βίας και την προώθηση του φυλετικού και θρησκευτικού μίσους, έως την πολιτική χειραγώγηση. Οι ΗΠΑ και άλλες χώρες έχουν επιβάλει εδώ και καιρό περιορισμούς σε άλλες μορφές έκφρασης, οι οποίες αντανακλώνται σε ευρύτερες κοινωνικές ανησυχίες: κάποιος δεν μπορεί να φωνάζει σε ένα γεμάτο θέατρο, να ασχολείται με την παιδική πορνογραφία ή να συκοφαντεί και να δυσφημεί.
Είναι αλήθεια ότι ορισμένα αυταρχικά καθεστώτα κάνουν κατάχρηση αυτών των περιορισμών και θέτουν σε κίνδυνο τις βασικές ελευθερίες, αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα θα βρίσκουν πάντοτε δικαιολογίες για να κάνουν ό,τι θέλουν, ανεξάρτητα από το τι κάνουν οι δημοκρατικές κυβερνήσεις. Εμείς οι Αμερικανοί πρέπει να μεταρρυθμίσουμε το πολιτικό μας σύστημα, τόσο για να διασφαλίσουμε το βασικό δικαίωμα ψήφου όσο και τη δημοκρατική εκπροσώπηση. Χρειαζόμαστε ένα νέο νόμο για το δικαίωμα ψήφου. Το παλιό, που υιοθετήθηκε το 1965, στόχευε στον Νότο, όπου η αποχώρηση των Αφροαμερικανών είχε επιτρέψει στη λευκή ελίτ να παραμείνει στην εξουσία μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Όμως τώρα οι αντιδημοκρατικές πρακτικές έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Πρέπει επίσης να μειώσουμε την επιρροή του χρήματος στις πολιτικές μας: κανένα εξισορροπημένο σύστημα με έλεγχο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό σε μια κοινωνία με τόση ανισότητα όπως στις ΗΠΑ. Και οποιοδήποτε σύστημα βασίζεται στη λογική «ένα δολάριο, μία ψήφος» και όχι «ένα άτομο, μία ψήφος» θα είναι ευάλωτο στη λαϊκίστικη δημαγωγία. Σε τελική ανάλυση, πώς μπορεί ένα τέτοιο σύστημα να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μιας χώρας στο σύνολό της;
Οι διαστάσεις της ανισότητας
Τέλος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις πολλαπλές διαστάσεις της ανισότητας. Η εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης των λευκών εξεγερμένων που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο και των ειρηνικών διαδηλωτών του Black Lives Matter αυτό το καλοκαίρι έδειξαν για άλλη μια φορά σε όλο τον κόσμο το μέγεθος της φυλετικής αδικίας της Αμερικής. Επιπλέον, η πανδημία του κορονοϊού υπογράμμισε το μέγεθος των οικονομικών και υγειονομικών ανισοτήτων στη χώρα. Όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένα, οι μικρές τροποποιήσεις στο σύστημα δεν θα είναι αρκετές για να επιφέρουν μεγάλες ανατροπές στις ριζωμένες ανισότητες της χώρας. Ο τρόπος με τον οποίο η Αμερική θα ανταποκριθεί στην επίθεση στο Καπιτώλιο θα πει πολλά για το πού πηγαίνει η χώρα. Εάν όχι μόνο θεωρήσουμε τον Τραμπ υπόλογο, αλλά και ακολουθήσουμε τον σκληρό δρόμο της οικονομικής και πολιτικής μεταρρύθμισης για την αντιμετώπιση των υποκείμενων προβλημάτων που προκάλεσαν την τοξική προεδρία του, τότε υπάρχει ελπίδα για μια πιο φωτεινή ημέρα. Ευτυχώς, ο Τζο Μπάιντεν αναλαμβάνει την προεδρία στις 20 Ιανουαρίου. Ωστόσο θα χρειαστούν περισσότερα από ένα άτομο -και περισσότερες από μία προεδρικές θητείες- για να ξεπεραστούν οι μακροχρόνιες προκλήσεις της Αμερικής.
*Ο Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς, βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομικών και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, είναι επικεφαλής οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Roosevelt και πρώην ανώτερος αντιπρόεδρος και επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας.