«Με τον προϋπολογισμό η κυβέρνηση επισφραγίζει το αντικοινωνικό της σχέδιο. Απαιτείται ουσιαστική στήριξη με δραστικές παρεμβάσεις στην οικονομία τώρα», τόνισε σε συνέντευξή του ο βουλευτής Μεσσηνίας και Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Αλ. Χαρίτσης.
Ο κ. Χαρίτσης, μιλώντας στην ιστοσελίδα The Socialist.gr, αναφορικά με τον Προϋπολογισμό 2021 σημείωσε ότι «Ψηφίζοντας και τον Προϋπολογισμό της για το 2021 η κυβέρνηση επισφραγίζει το αντικοινωνικό της σχέδιο το οποίο έχει δρομολογήσει ήδη από τον Ιούλιο του 2019. Με τις προβλέψεις της να έχουν αναθεωρηθεί από την ίδια προς το χειρότερο, για ύφεση δηλαδή 10,5% για το 2020 και αναιμική ανάκαμψη για το νέο έτος, επιβεβαιώνονται τα καταστροφικά αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής για επιχειρήσεις, εργαζόμενους και νοικοκυριά.
Τη στιγμή που το μόνο που έχουν να εντάξουν στο υπεραισιόδοξο αφήγημά τους είναι τα αποσπασματικά και ελλιπή μέτρα που έχουν λάβει, με τον προϋπολογισμό για το 2021 προχωρούν ένα βήμα παραπέρα. Μειώνουν τις κοινωνικές δαπάνες -και ειδικά για την υγεία κατά 600 εκατ.- προβλέπουν αυξημένα φορολογικά έσοδα κατά 2,5 δισ. και αφήνουν στάσιμες τις για δημόσιες επενδύσεις. Βυθίζοντας την ελληνική οικονομία στην ύφεση. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε αδυναμία εκτέλεσης του μη ρεαλιστικού αυτού προϋπολογισμού και πιθανώς σε νέα μέτρα λιτότητας».
Ο κ. Χαρίτσης υπογράμμισε ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. «Και σαφώς η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα είναι αυτόματη μετά την καραντίνα. Απαιτείται ουσιαστική και ολοκληρωμένη στήριξη με δραστικές παρεμβάσεις στην οικονομία τώρα. Με θετικές επεκτατικές πολιτικές, ισχυρές δημόσιες επενδύσεις και αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης. Αυτά καταδεικνύουν τα στοιχεία, αυτά χρειάζεται και η κοινωνία. Αυτό συμβαίνει άλλωστε το τελευταίο διάστημα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης», πρόσθεσε.
Σχετικά με την εφαρμογή του «Click Away», ο κ. Χαρίτσης επεσήμανε ότι την στιγμή που ειδικά οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις προβλέπεται να χάσουν το 25% με 30% του ετήσιου τζίρου τους, που υπολόγιζαν να γίνει τα Χριστούγεννα, η κυβέρνηση επιλέγει ως «λύση» το «click away», ευνοώντας ουσιαστικά μόνο συγκεκριμένες μεγάλες εμπορικές αλυσίδες.
Εμπαίζοντας, είπε, ξεκάθαρα την συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες καλούνται να ανταγωνιστούν τους κολοσσούς της αγοράς χωρίς να διαθέτουν τα μέσα για να ανταπεξέλθουν. Και χωρίς καμία περαιτέρω στήριξη, αντιμέτωπες με τις ολοένα και αυξανόμενες υποχρεώσεις τους. «Αν αυτό δεν είναι απόπειρα αξιοποίησης της κρίσης ως ευκαιρία για συγκέντρωση της αγοράς σε λίγους, τι είναι;», διερωτήθηκε.
«Καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις για να στηριχθεί ουσιαστικά, έστω και τώρα, η πραγματική οικονομία με ρευστότητα. Να μετατραπεί η επιστρεπτέα ενίσχυση σε μη επιστρεπτέα. Να δοθεί το δώρο Χριστουγέννων από το Κράτος, ώστε και ρευστότητα να υπάρξει στην αγορά και οι εργαζόμενοι να μην χάσουν μία σημαντική ενίσχυση και οι επιχειρήσεις να ελαφρυνθούν. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει άλλα περιθώρια», συμπλήρωσε.
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου σχετικά με το πώς αξιολογεί την διαχείριση της πανδημικής κρίσης από την κυβέρνηση, τη γνώμη του για το εμβόλιο και το σχέδιο εμβολιασμού που παρουσίασε νωρίτερα ο κ. Πέτσας, ο κ. Χαρίτσης, σημείωσε ότι «Η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς να διαχειριστεί την κρίση. Τόσο στο υγειονομικό σκέλος όσο και στην οικονομία. Το μαρτυρούν οι επίσημες εκθέσεις και τα στοιχεία διεθνών οργανισμών. Το μαρτυρούν όμως ακόμα περισσότερο η απόγνωση και η ανασφάλεια που βιώνουν καθημερινά οι συμπολίτες μας.
Ακόμη και σήμερα όμως, συμπλήρωσε, μετά από τόσους μήνες, η κυβέρνηση δεν διαθέτει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη διαχείριση της πανδημίας. Αφήνει το δημόσιο σύστημα υγείας αθωράκιστο και συνεχίζει την ίδια οικονομική πολιτική που υπονομεύει κάθε προοπτική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι διαθέτει πρωτοφανείς χρηματοδοτικές δυνατότητες για να στηρίξει γενναία και συντονισμένα την κοινωνία.
«Αλλά και στο ευαίσθητο θέμα του εμβολιασμού η κυβέρνηση επιδεικνύει πρωτοφανή προχειρότητα, επενδύοντας επικοινωνιακά τα πάντα σε αυτόν. Για να είμαστε ξεκάθαροι. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τον εμβολιασμό και συμβάλλει ήδη, με κάθε δυνατό τρόπο, στον να πειστούν οι πολίτες να εμβολιαστούν μαζικά. Όμως το εμβόλιο από μόνο του δεν επαρκεί ούτε πρέπει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι.
Είναι απαραίτητο, παράλληλα με τον εμβολιασμό, να υπάρξει επιδημιολογική επιτήρηση, να ενισχυθεί το ΕΣΥ και να γίνει άμεσα συνταγογράφηση των τεστ. Θα είναι ακόμα ένα εγκληματικό λάθος της κυβέρνησης αν όλα αυτά δεν γίνουν και υπάρξει εφησυχασμός εξαιτίας της προσδοκώμενης έλευσης του εμβολίου», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Χαρίτσης.
Αναφερόμενος στο "αντι-Πισσαρίδη" σχέδιο που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Χαρίτσης, τόνισε ότι «Η κυβέρνηση επέλεξε να παρουσιάσει στην ελληνική κοινωνία ως λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει την έκθεση Πισσαρίδη. Και προσπάθησε να την πείσει ότι οι αναχρονιστικές και παρωχημένες πολιτικές που περιλαμβάνει αποτελούν πειστική διέξοδο από την βαθιά κρίση που βιώνουμε.
Οι πολιτικές δηλαδή που μας οδήγησαν στην κρίση πριν από μια δεκαετία. Ιδιωτικοποιήσεις κρίσιμων υποδομών ως μοχλός ανάπτυξης, ακόμη και της υγείας, ευελιξία στην αγορά εργασίας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, αφανισμός της μικρομεσαίας επιχείρησης ως βαρίδι για την οικονομία. Την υλοποίηση αυτών των πολιτικών δρομολογεί η κυβέρνηση με τα 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης».
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως είπε, για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τα 40 δισ. του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027, εδράζεται στην υλοποίηση μιας εκ διαμέτρου αντίθετης αναπτυξιακής στρατηγικής με κανόνες και οφέλη για όλους. Με γενναίες δημόσιες επενδύσεις και ενίσχυση των κοινωνικών υποδομών ως αναγκαία συνθήκη για την ανάσχεση της κρίσης και την ανασυγκρότηση της κοινωνίας μετά την κρίση της πανδημίας. Με την ενίσχυση κρίσιμων παραγωγικών τομέων, όπως η βιομηχανία και η μεταποίηση, και την διευκόλυνση της ψηφιακής μετάβασης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Με στόχο τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Σχετικά με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής για την Ελλάδα και την Κύπρο και το τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ διαφορετικά, είπε πως «Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής αποτελεί το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα για την Ελλάδα και αποδεικνύει ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει στρατηγική απέναντι στην Τουρκία και αδυνατεί να προασπίσει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα συμφέροντα της χώρας, τη στιγμή που η τουρκική επιθετικότητα κλιμακώνεται»
«Έχουμε κάνει σαφές ότι η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα διπλωματικά μέσα που έχει στη διάθεσή της. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ενεργητική, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, διατήρησε ζωντανό τον διάλογο με την Τουρκία, αναβάθμισε τις συμμαχίες της χώρας στην ΕΕ -στο σημείο να εξασφαλισθούν κυρώσεις για την Κυπριακή ΑΟΖ- αλλά και στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και προάσπισε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι ανοιχτός στον διάλογο για τη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής στα ελληνοτουρκικά. Αλλιώς οι επιπτώσεις για την Ελλάδα και την Κύπρο, θα είναι σοβαρές και μακροχρόνιες», υπογράμμισε.
Σε ερώτηση για το θέμα των δημοσκοπήσεων, ο κ Χαρίτσης σημείωσε ότι «Αυτό που θα έπρεπε να προβληματίζει τους πάντες, με πρώτη από όλους την κυβέρνηση, είναι η πολύ άσχημη εικόνα που έχουν οι πολίτες για το παρόν και το μέλλον τους. Τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων δείχνουν τον φόβο, την ανασφάλεια και την απαισιοδοξία να έχουν εμπεδωθεί πλέον ως κυρίαρχα συναισθήματα στην ελληνική κοινωνία.
Προφανώς η πανδημία έχει δυσκολέψει πολύ την ζωή των πολιτών. Αυτή η ζοφερή εικόνα όμως έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει και με τον τρόπο που πολιτεύεται η κυβέρνηση σε πολύ κρίσιμα ζητήματα: στα εργασιακά, στην οικονομία, σε θέματα θεσμών, διαφάνειας και κοινωνικών δικαιωμάτων. Και όσο η κυβέρνηση θα συνεχίζει την ίδια αντικοινωνική πολιτική, αφήνοντας την κρίση να βαθαίνει -με τραγικές συνέπειες για τις ζωές όλων μας- η δυσαρέσκεια των πολιτών θα αποτυπώνεται ολοένα και πιο έντονα στις δημοσκοπήσεις».
«Αυτό από την άλλη, αυτό δεν αρκεί ώστε να αποτυπωθεί πολιτικά ως ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να τοποθετηθούμε πειστικά –και αυτό θα κάνουμε το αμέσως επόμενο διάστημα- για το πώς μπορούμε να υλοποιήσουμε μία εναλλακτική, προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης, που θα αντιμετωπίζει με τόλμη τα κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας και που δεν θα αφήνει κανέναν στο περιθώριο», πρόσθεσε.
«Όσο για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, δεν μας εκπλήσσει. Είναι συνήθης πρακτική του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ να μεταθέτει τις ευθύνες, προσπαθώντας να αποποιηθεί τις δικές του για τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία σήμερα, να παραπέμπει τη λύση τους σε ένα μακρινό και θολό μέλλον. Ο κ. Μητσοτάκης και το επικοινωνιακό επιτελείο του όμως ερμηνεύουν με πολύ λανθασμένο τρόπο την διάθεση της κοινωνίας και θα διαψευσθεί οικτρά αν επιχειρήσει να διαφύγει δια των εκλογών», δήλωσε.
Ερωτηθείς σχετικά με τη πρόσφατη συνέντευξη του, ο κ. Τσίπρα, ο οποίος τόνισε πως «δεν θα δεχθεί άλλη λάσπη» από κανέναν και το εάν πιστεύει πως το ΕΣΡ πράττει τα δέοντα για την δημοκρατική και εύρυθμη λειτουργία της Ενημέρωσης, ο κ. Χαρίτσης είπε πως κάθε φορά που ο κ. Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται ότι το πολιτικό κλίμα δεν είναι υπέρ του, παρά την επιστράτευση των φιλικών προς αυτόν και την κυβέρνησή του Μέσων, επιλέγει την προσφυγή στα fake news για να αντιμετωπίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αυτή τη φορά, το έκανε επιχειρώντας να αλλάξει την ατζέντα σχετικά την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας από μέρους του.
Το ακόμα πιο τραγικό όμως, επεσήμανε, είναι ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επιδεικνύει αδράνεια και απροθυμία να παρέμβει αποφασιστικά στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο για να σταματήσει αυτή η μονομέρεια και να διασφαλιστεί η πολυφωνία.
«Ως εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ είχα απευθυνθεί θεσμικά προς τον πρόεδρο του ΕΣΡ ακριβώς για να επισημάνω τον αποκλεισμό κάθε άποψης, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, ενάντια στο κυβερνητικό αφήγημα στα περισσότερα ΜΜΕ, καλώντας το ΕΣΡ να μεριμνήσει για αντικειμενικότητα στην ενημέρωση των πολιτών. Δυστυχώς δεν υπήρξε η παραμικρή ανταπόκριση, γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες επανήλθε θέτοντας το ζήτημα της λειτουργίας του ΕΣΡ σε αυτές τις συνθήκες ως μείζον ζήτημα δημοκρατίας», κατέληξε ο κ. Χαρίτσης.