Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
gkoul@naftemporiki.gr
«Η Ιστορία του Νερού» της Μάγια Λούντε, μια επική ιστορία για τις δυνάμεις της φύσης που δείχνει πώς οι επιλογές μας καθορίζουν τη ζωή μας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε μετάφραση Δέσπως Παπαγρηγοράκη.
Πόσο τρωτός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος μπροστά στην έλλειψη νερού; -αυτό είναι το ερώτημα που διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου.
«Καμιά φορά ξεχνώ πώς φαίνομαι. Σταματάει κανείς να νοιάζεται για την εμφάνισή του όταν μένει σε σκάφος, όμως πολύ σπάνια, όταν τύχει να δω τον εαυτό μου σε κάποιον καθρέφτη με καλό φωτισμό στη στεριά, τρομάζω. Ποια είναι αυτή εκεί, σκέφτομαι, ποια στην ευχή είναι αυτή η κοκαλιάρα γριά; Είναι περίεργο, αλλόκοτο, όχι, σουρεαλιστικό είναι η λέξη, πως είμαι μια από αυτούς, τους γέρους, ενώ νιώθω ακόμη τόσο απόλυτα και βαθιά ο εαυτός μου, ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πάντα, στα δεκαπέντε και στα τριάντα πέντε και στα πενήντα, μια ίδια και απαράλλαχτη μάζα, αυτή που είμαι στα όνειρά μου, σαν πέτρα, σαν πάγος χιλίων χρόνων. Η ηλικία είναι ξεκομμένη από εμένα, μόνο όταν κινούμαι κάνει αισθητή την παρουσία της, εμφανίζεται με όλες τις φθορές της, τα δύσκαμπτα γόνατα, τον πιασμένο αυχένα, τους πονεμένους γοφούς. Όμως τα παιδιά δεν σκέφτονται πως είμαι γριά, γιατί δεν με βλέπουν καν, κανένας δεν βλέπει τις ηλικιωμένες γυναίκες, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που με κοίταξε κάποιος».
Η Μάγια Λούντε γεννήθηκε το 1975 στο Όσλο, είναι σεναριογράφος και η πιο δημοφιλής συγγραφέας της γενιάς της στην Νορβηγία. Έχει γράψει δώδεκα παιδικά βιβλία. Το μυθιστόρημα «Η Ιστορία του Νερού» είναι το δεύτερο βιβλίο της για ενήλικες και ανήκει στην «Τετραλογία του Περιβάλλοντος».
Νορβηγία, 2017 – Η εβδομηντάχρονη ακτιβίστρια Σίνε ξεκινάει ένα επικίνδυνο ταξίδι: με ένα ιστιοφόρο και ένα πολύ ιδιαίτερο φορτίο προσπαθεί να φτάσει από τη δυτική Νορβηγία στις γαλλικές ακτές. Εκεί θα αντιμετωπίσει τον άντρα που ήταν κάποτε ο έρωτας της ζωής της. Γαλλία, 2041 – Η νότια Ευρώπη πλήττεται από ένα έντονο κύμα ξηρασίας που αναγκάζει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να μεταναστεύσει προς αναζήτηση πόσιμου νερού. Ανάμεσά τους είναι ο Νταβίντ με τη μικρή του κόρη, που ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς ελπίδα. Όλα αλλάζουν, τη μέρα που οι δυο τους ανακαλύπτουν ένα ιστιοφόρο σκάφος σ’ έναν εγκαταλελειμμένο κήπο, μακριά από τη θάλασσα –το σκάφος της Σίνε.
«“Τι είναι αυτό;” Πίσω μου, στο βάθος του κήπου, υπήρχε κάτι μεγάλο και ψηλό κάτω από τα σκοτεινά δέντρα, σκεπασμένο με κάμποσους πράσινους μουσαμάδες.[…] Ήταν ένα ιστιοφόρο […]. Αρμενίζαμε και πολεμούσαμε τους πειρατές. Συναντήσαμε δελφίνια και γοργόνες. Η Λου φώναζε, χειρονομούσε, πήρε και το πηδάλιο. Γελούσε δυνατά.[…] Εξερευνούσαμε το σκάφος για ώρα. Η Λου ξεφώνιζε από χαρά κάθε τόσο, σαν να έπαιζε με κουκλόσπιτο». Μετά τη διεθνή επιτυχία που γνώρισε το μυθιστόρημα της Λούντε «Η Ιστορία των Μελισσών», αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της «Τετραλογίας του Περιβάλλοντος», και μεταφράζεται σε 19 χώρες. Εντάσσεται στο νέο λογοτεχνικό είδος cli-fi (climate fiction), που έχει στον πυρήνα του το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, καθώς η συγγραφέας προσπαθεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του στις ζωές των ανθρώπων.