Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Η πενθηφόρος, μακρόσυρτη ακολουθία δηλώσεων και μηνυμάτων θα ήταν απλώς ένα θλιβερό επίσημο κατευόδιο, αν δεν έβγαινε στις οθόνες και στις φωτογραφίες η βουβή συγκίνηση του «ανώνυμου» κόσμου.
Σκυφτά πρόσωπα, καμπυλωμένοι ώμοι, λουλούδια, κεριά, πλημμύρα στο Διαδίκτυο. Δεν είναι μόνο το δέος για το αμετάκλητο δύσβατο. Έχασαν οικείο. Γι’ αυτούς ήταν δικός τους άνθρωπος, που έβαλε δύο γκολ στην Αγγλία, κι ένας από τους λίγους Αργεντινούς που ξέρουν πόσο βαρύ είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο, «έπειτα από έναν πόλεμο όπου τα παιδιά της Αργεντινής είχαν πάει να πολεμήσουν µε πάνινα παπούτσια: αυτό, οι γονείς το διηγήθηκαν στα παιδιά τους, και τα παιδιά θα το διηγηθούν στα δικά τους».
Επαναστάτης, ήρωας, άσωτος, φανφαρόνος, ανεύθυνος, χυδαίος και ωραίος, υπερασπιστής των φτωχών, «αμαρτωλός Θεός» ή Αδάμ, αλήτης, ασυμβίβαστος, που έπαιζε ζερβά, δηλ. «αντίθετα απ’ ό,τι πρέπει να γίνει», χαρισματικός και σκοτεινός, αντιφατικός. Δύσκολος, αλλά ποιος «φυσιολογικός» αφήνει σ’ αυτά τα χώματα τ’ αχνάρια του, και δεν ησυχάζει αν δεν το κάνει;
Ο Μαραντόνα της Αργεντινής, των Ναπολιτάνων, «που κουβαλούσε τα φτωχικά του Νότου στο χρυσοεπιπλωμένο αρχοντικό του», της Καμόρα, της Μπόκα, του Κάστρο και του Τσε, των δαιμόνων, των ναρκωτικών, των «μπλαουγκράνα», των εκατομμυρίων οπαδών, των ακροβατικών, των αδυναμιών, της ποδοσφαιρικής καταξίωσης και της προσωπικής απαξίωσης.
«Δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο ανώνυμο πλήθος απ’ όπου είχε βγει. Η δόξα, που τον είχε βγάλει από τη φτώχεια, τον κρατούσε φυλακισμένο». Ίσως η δόξα ήταν η καταστροφή. Αλήτης «Θεός», δεν διεκδίκησε να γίνει πρότυπο αξιών. Γι’ αυτό «Κυρά της μοναξιάς, μάννα του πλήθους,/κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάννα,/σταμάτα του αναθέματος τους λίθους./Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα/μέμνησο να ταΐζη στην αλάνα/το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα. (Μπαλάντα του απερχομένου ντριπλέρ του καιρού τούτου, Ηλίας Λάγιος).
Ο Ντιέγκο, που λατρεύεται στην εκκλησία Maradoniana στην πόλη Ροζάριο της πατρίδας του. Μισός άγγελος. Μισός διάβολος. Ολόκληρος γήινος. Χωμάτινος. Άσπρος ή μαύρος, μα ποτέ γκρι. Μια νεροσυρμή.