Μετά τη Συρία η Τουρκία στέλνει μισθοφόρους και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, αλλάζοντας τις ισορροπίες στον Νότιο Καύκασο. Ο γερμανικός τύπος διαβλέπει μία νέα εστία κρίσης, αλλά και αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Τις φιλοδοξίες της Τουρκίας και τις πιθανές αντιδράσεις της Μόσχας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ διερευνά η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ). Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος «ο (πρόεδρος της Ρωσίας Βλάντιμιρ) Πούτιν έχει καθορίσει ως 'κόκκινη ζώνη' μόνο μία πιθανή επίθεση εντός της αρμενικής επικράτειας, στην οποία από πλευράς διεθνούς δικαίου δεν ανήκει το μέτωπο των εχθροπραξιών. Στις τέσσερις εβδομάδες του πολέμου η Μόσχα απέφυγε να ασκήσει απευθείας κριτική στην Τουρκία και τους μισθοφόρους. Το άφησε αυτό στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, εταίρο στην ηγεσία της 'Ομάδας του Μινσκ' που έχει συστήσει ο ΟΑΣΕ (...) Στις αρχές Οκτωβρίου ωστόσο ο Σεργκέι Ναρίσκιν, επικεφαλής των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, προειδοποιούσε ότι ο Νότιος Καύκασος μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο πεδίο δράσης για διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις...»
Σε μία διαφορετική προσέγγιση η Handelsblatt υποστηρίζει ότι, παρά την πρόσκαιρη αδράνεια, το Κρεμλίνο θα αντιδράσει δυναμικά και υπενθυμίζει τις ρωσικές επιδρομές προ ημερών στο Ιντλίμπ της Βόρειας Συρίας εναντίον μισθοφόρων της Τουρκίας: «Η Ρωσία διστάζει να προκαλέσει ανοιχτή σύγκρουση με την Τουρκία στον Καύκασο. Πρώτον, γιατί με την Ουκρανία και τώρα με τη Λευκορωσία έχει ήδη αρκετά προβλήματα με την Ευρώπη. Δεύτερον, γιατί για στρατηγικούς αλλά και προσωπικούς λόγους ο ηγέτης του Κρεμλίνου, Βλάντιμιρ Πούτιν, δεν θέλει να χαλάσει τη σχέση του με τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν, που είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα και μέλος της Κοινότητας Ανεξάρτητων Κρατών. Ωστόσο, με την αποστολή Σύρων μισθοφόρων στον Καύκασο παραβιάζεται μία κόκκινη γραμμή του Κρεμλίνου. Άλλωστε επί εποχής ο Πούτιν δικαιολογούσε τη ρωσική επέμβαση στη Συρία με το επιχείρημα ότι δεν θέλει να περιμένει την προέλαση των τρομοκρατών μέχρι τον Καύκασο. Σύμφωνα με την εκτίμηση της φιλοκυβερνητικής Iswestija ο βομβαρδισμός των μαχητών στο Ιντλίμπ δεν είναι παρά ένα 'προειδοποιητικό σημάδι για το τι μπορεί να ακολουθήσει'. Και πράγματι, υπάρχει κίνδυνος για ραγδαία κλιμάκωση της σύγκρουσης.»
Συνεχίζεται ο πόλεμος των σκίτσων...
Νέα ένταση μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας προκαλεί η τελευταία γελοιογραφία του γαλλικού σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo, που απεικονίζει τον πρόεδρο Ερντογάν ημίγυμνο, βυθισμένο στην πολυθρόνα, να σηκώνει το παραδοσιακό ρούχο μιας μουσουλμάνας. Σε ανταπόκριση από το Παρίσι, η Süddeutsche Zeitung σχολιάζει: «Ο πόλεμος των σκίτσων δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο της γαλλο-τουρκικής διαμάχης. Ο Μακρόν κατηγορεί τον Ερντογάν για επιθετική στάση απέναντι στην Ελλάδα στις έρευνες για κοιτάσματα στη Μεσόγειο. Επιπλέον το Παρίσι επικρίνει τον ρόλο της Τουρκίας στη Λιβύη, στη Συρία και τώρα και στις μάχες στον Καύκασο, μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Αλλά η επιδεικτικά σκληρή στάση του Μακρόν απέναντι στον Ερντογάν έχει τις ρίζες της και στη γεωπολιτική στρατηγική του Γάλλου προέδρου, ο οποίος εμμένει σε μία πιο ισχυρή στρατιωτική και πολιτική αυτονομία της ΕΕ με τη Γαλλία να διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο.»
Η Tageszeitung, από την πλευρά της, σχολιάζει τα γεγονότα με κριτική διάθεση για τον Εμμανουέλ Μακρόν και την τακτική που ακολούθησε μετά τη δολοφονία του Σαμυέλ Πατί από φανατικό ισλαμιστή: «Ο Μακρόν γνωρίζει πως η συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμάνων στη Γαλλία καταδικάζει τη δολοφονία, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι Γάλλοι. Ωστόσο, ο Γάλλος πρόεδρος δεν δίστασε να αναγάγει το θέμα σε κρατική υπόθεση υψίστης σημασίας, προσφέροντας με τη σειρά του στους λαϊκιστές του ισλαμικού κόσμου τη δυνατότητα να αυτοπροβάλλονται ως υπερασπιστές ενός Ισλάμ, που υποτίθεται ότι δέχεται επίθεση. Με ευγνωμοσύνη ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία.»
Καταρρέει η τουρκική λίρα
Και ενώ αυτά συμβαίνουν σε πολιτικό επίπεδο, η τουρκική λίρα συνεχίζει στις διεθνείς αγορές έναν κατήφορο χωρίς τέλος. Όπως επισημαίνει η ηλεκτρονική έκδοση της οικονομικής επιθεώησης Handelsblatt «σε ετήσια βάση οι απώλειές της ξεπερνούν το 44% απέναντι στο ευρώ και το 37% απέναντι στο (αμερικανικό) δολάριο. Η λίρα έχει εγκλωβιστεί σε ένα σπιράλ υποτιμήσεων, από το οποίο οι οικονομολόγοι δεν βλέπουν εύκολη διέξοδο.
'Δεν υπάρχει ορθολογική απάντηση στο ερώτημα, πόσο ακόμη μπορεί να πέσει η λίρα", λέει o Τάτα Γκοζ, αναλυτής της Commerzbank. Κατά την άποψή του, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να δρομολογήσει μία μεγάλη πτώση επιτοκίων, ώστε να ανακόψει τη δυναμική της υποτίμησης, αλλά και αυτό ακόμη το εγχείρημα θα είχε αβέβαιη έκβαση. Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς τη λίρα είναι το ζήτημα της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρείται θιασώτης των χαμηλών επιτοκίων. Πολλοί επενδυτές φοβούνται την επιρροή του στην κεντρική τράπεζα.»