Ο «Κήπος» του Πάμπλο Σιμονέττι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου.
Έχοντας δεχτεί μια υπέρογκη προσφορά για την πώληση του σπιτιού της, η Λουίσα Μπαρμπάλια, χήρα εξήντα έξι ετών, έρχεται αντιμέτωπη με μια απόφαση που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες στην οικογένεια. Το καθένα από τα τρία της παιδιά τοποθετείται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στην προοπτική της πώλησης του σπιτιού που η ίδια μοιράστηκε για πάνω από σαράντα χρόνια με τον άντρα της, στην προοπτική κυρίως της πώλησης του κήπου της, για τον οποίο καμαρώνει και στον οποίο έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής της.
«Είχαμε βγει να περπατήσουμε στον κήπο. Η μητέρα μου έδειχνε χαρούμενη. Στο πρόσωπό της αναμειγνύονταν η συνηθισμένη νοσταλγική της έκφραση με μια ζωτικότητα που χάραζε στα χαρακτηριστικά της γραμμές ευθυμίας, ίσως μάλιστα και κάποιας αισιοδοξίας. Οι καμέλιες, οι αζαλέες και τα ροδόδεντρα είχαν φτάσει στο ζενίθ τους. Από τότε που θυμάμαι, θαύμαζα την επιμονή της να συγκεντρώνει και να καλλιεργεί αυτούς τους θάμνους που αρνούνταν να υποταχθούν στο κλίμα και στα χώματα του Σαντιάγο. […]
Μεταξύ των φίλων και των συγγενών της η Λουίσα Μπαρμπάλια ήταν πασίγνωστη για τη σπάνια διάθεσή της να ακούει τους άλλους· όταν όμως τους έδειχνε τον κήπο της, έκανε αισθητή την κυριαρχία της στον χώρο και τις γνώσεις της στην κηπουρική. Από παιδί, τη συνοδεύαμε με τον πατέρα μου στα ταξίδια της στο Ανγκόλ, στην επαρχία της Αραουκανία. Περνούσαμε τις νύχτες στη σοφίτα μιας παλιάς και ξεχαρβαλωμένης ξύλινης πανσιόν και τις μέρες επισκεπτόμασταν τα φυτώρια της περιοχής, αναζητώντας κάποια ποικιλία που δεν είχαμε ακόμη ανακαλύψει. […]
Ακριβώς μπροστά στο σαλόνι, εκεί που χτυπούσε η καρδιά του κήπου, φύτρωνε μια κόκκινη καμέλια. Μου είχε διηγηθεί γιατί την είχε φυτέψει εκεί και όχι μαζί με τις υπόλοιπες; Στις οικογενειακές συζητήσεις την αποκαλούσαμε “η καμέλια του μπαμπά”. Θυμόμουν τον πατέρα μου, καθισμένο στην μπερζέρα του δίπλα στο παράθυρο, να ρωτά αν είχαμε δει πόσο όμορφη έδειχνε η ανθισμένη καμέλια. Πρώτα η μητέρα την είχε φυτέψει σ’ εκείνο το σημείο, κι έπειτα εκείνος είχε μετακινήσει την πολυθρόνα του πλάι στην τζαμαρία. Εγώ έπρεπε να θυμάμαι πως οι κόκκινες ποικιλίες δε χρειάζονταν ούτε τόση σκιά ούτε τόση φροντίδα όσο οι υπόλοιπες. Και δεν υπέφεραν από βοτρύτη, κάτι που ήταν μεγάλη ανακούφιση. Δεν πρέπει να ήταν λιγότερο από τρία μέτρα ύψος και διάμετρο, είχε μάλιστα ξεπεράσει σε ύψος τη μαρκίζα του σπιτιού». Ο «Κήπος» είναι ένα μυθιστόρημα για τις σχέσεις στο εσωτερικό μιας οικογένειας, τους ρόλους που ανατίθενται στο καθένα από τα μέλη της, τα σύμβολα εξουσίας, τις ρήξεις που μοιάζουν αναπόφευκτες -ένα βιβλίο για την τέχνη της κηπουρικής των αισθημάτων.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]