Από την έντυπη έκδοση
Tου Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν*
Έχοντας από καιρό στηριχθεί από άφθονη ρευστότητα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές εισήλθαν στο τελευταίο τρίμηνο του 2020 εν μέσω μιας όλο και περισσότερο προσωρινής παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης, ασυνήθιστης πολιτικής αβεβαιότητας και καθυστερημένων ανταποκρίσεων στη δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική. Και αυτές οι αντιξοότητες έρχονται στο αποκορύφωμα της κρίσης του Covid-19, η οποία άφησε τις περισσότερες χώρες να προσπαθούν να επιτύχουν μια ισορροπία μεταξύ της προστασίας της δημόσιας υγείας, της επιστροφής σε ένα ημι-φυσιολογικό επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας και του περιορισμού των παραβιάσεων στις ατομικές ελευθερίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελπίδα υπόκειται στο ότι οι σημερινές γενναιόδωρες συνθήκες ρευστότητας, που ενεργοποιήθηκαν και υποστηρίζονται από τις κεντρικές τράπεζες, θα συνεχίσουν να παρέχουν μια γέφυρα για ένα καλύτερο 2021, όχι μόνο αντιστρέφοντας την οικονομική και κοινωνική ζημιά, αλλά και προσφέροντας περαιτέρω κέρδη στους επενδυτές. Όμως αυτή η επιχείρηση γεφύρωσης, που έχει ήδη αναπτυχθεί για αρκετά χρόνια για την αντιστάθμιση άλλων καταιγίδων, θα καταστεί αρκετή για να ξεπεράσει αυτό που εξελίσσεται σε ένα ολοένα και πιο περίπλοκο κοκτέιλ της πανδημίας;
Τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι, εκτός της Κίνας και λίγων άλλων χωρών, η οικονομική ανάκαμψη παραμένει άνιση και αβέβαιη και κατά τη γνώμη μου υστερεί σε αυτά που χρειάζεται και είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν. Τα ταξίδια, η φιλοξενία και άλλες δραστηριότητες στον κλάδο των υπηρεσιών συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, περιπλέκοντας τη συνολική εικόνα της απασχόλησης.
Και σε αυτές τις οικονομικές προκλήσεις προστίθεται η έντονη πολιτική αβεβαιότητα, ειδικά στις ΗΠΑ, που έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζονται οι ελπίδες για ένα νέο πακέτο δημοσιονομικής ελάφρυνσης, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης ή άλλες σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες στις ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ, η συμμετοχή των ΗΠΑ σε πολυμερείς συζητήσεις πολιτικής -για να μην αναφέρουμε τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο της Αμερικής γενικότερα- παραμένει περιορισμένη. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα, καθώς οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές αντιδράσεις φθάνουν στο ανώτατο όριο, ιδιαίτερα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου στις κυβερνήσεις εξαντλείται ο δημοσιονομικός χώρος εξαιτίας των υψηλών ελλειμμάτων, του αυξανόμενου χρέους και της πιο ασταθούς νομισματικής δυναμικής. Αυτή η αβεβαιότητα χάραξης της πολιτικής ενισχύεται από τη μεγαλύτερη προσπάθεια για την επίτευξη των τριών κύριων στόχων της πανδημικής εποχής: τη διατήρηση της δημόσιας υγείας και την προστασία των πολιτών, την αποφυγή περαιτέρω ζημιών στον κοινωνικό ιστό, την οικονομική ευημερία και την οικονομική βιωσιμότητα και ελαχιστοποίηση των περιορισμών, ούτως ώστε να αποφευχθεί μια «πανδημική κόπωση».
Παρά αυτό το αβέβαιο, ανησυχητικό και εγγενώς ασταθές κοκτέιλ των συνθηκών, οι μετοχές και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία με ρίσκο έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Ειδικότερα, σημαντικά αρκετοί επενδυτές είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να «αγοράζουν στην πτώση», είτε επειδή πιστεύουν ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» για τις μετοχές, είτε επειδή οι αξιόπιστες αντιδράσεις της αγοράς τα τελευταία χρόνια έχουν αναδείξει τον «φόβο να χάσουν». Αυτή η συνθήκη υποστηρίζεται από δύο παράγοντες.
Πρώτον, και το πιο σημαντικό, οι επενδυτές έχουν τεράστια εμπιστοσύνη στην προθυμία των συστημικά σημαντικών κεντρικών τραπεζών -συγκεκριμένα, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- να παρέχουν ρευστότητα στο πρώτο σημάδι σοβαρής πίεσης της αγοράς, ανεξάρτητα από το πόσο περισσότερο εισέρχονται στο πεδίο της πειραματικής μη συμβατικής πολιτικής. Ωστόσο, με την οικοδόμηση μιας συνεχούς ευρύτερης διαφοροποίησης μεταξύ των εκτιμήσεων της αγοράς και των οικονομικών θεμελιωδών στοιχείων, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τη δική τους αξιοπιστία, ενισχύοντας την οικονομική ανισότητα και αυξάνοντας τον κίνδυνο για τη μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Δεύτερον, οι επενδυτές τείνουν να θεωρούν τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις τρέχουσες προκλήσεις για την αγορά ως όχι μόνο προσωρινές αλλά και αναστρέψιμες. Η αίσθηση είναι ότι η αβεβαιότητα για τις εκλογές στις ΗΠΑ θα επιλυθεί γρήγορα. Οι προσπάθειες δημοσιονομικής και διαρθρωτικής μεταρρύθμισης θα ξεκινήσουν εκ νέου, αντισταθμίζοντας τον χαμένο χρόνο· και η πρόοδος για τις νέες θεραπείες του Covid-19, τα εμβόλια ή την ανοσία αγέλης θα συνεχίσει να επιταχύνεται. Στο μεταξύ, οι αγορές «αναμένουν το απρόσμενο».
Δεν είμαι σε θέση να προβλέψω το αποτέλεσμα των εκλογών ή τις προοπτικές βελτίωσης των συνθηκών της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, ίσως μπορώ να προσδιορίσω τα πιθανά οικονομικά σενάρια και τις συνέπειές τους και σε αυτό το ζήτημα, ο χρόνος είναι σημαντικός.
Εξάλλου, για κάθε μέρα που καθυστερούν οι βουλευτές, θα υπάρξουν ακόμη λιγότερες προσλήψεις, περισσότερες απολύσεις και μεγαλύτερος κίνδυνος να πτωχεύσουν εταιρείες, ειδικά μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού των εταιρειών στις οποίες η οικονομική ανθεκτικότητα διαβρώνεται, καθώς αντιμετωπίζουν αυστηρότερους όρους δανεισμού και η απώλεια μετρητών συνεχίζεται.
Τα τελευταία χρόνια, οι επενδυτές έχουν την τάση να ανταμείβονται πλουσιοπάροχα από την κατάργηση των παραδοσιακών καθοριστικών παραγόντων της αγοραίας αξίας και την εστίαση σε ένα μόνο πράγμα: άφθονες και προβλέψιμες ενέσεις ρευστότητας στην αγορά. Η Wall Street έχει αποσυνδεθεί από τη Main Street (ΜμΕ επιχειρήσεις) με τρόπο που λίγοι περίμεναν. Θα ήταν λάθος να συνεχίσουμε να προχωράμε προς το μέλλον, χωρίς να αναρωτιόμαστε για την αυξανόμενη παράπλευρη ζημιά και τις ακούσιες συνέπειες.
* Επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στην Allianz και πρόεδρος του κολεγίου Queens στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.