Ο ΟΠΕΚ, που φέτος γιορτάζει τα 60 του χρόνια, διανύει μια από τις χειρότερες καταιγίδες στην Ιστορία του: η ζήτηση για πετρέλαιο καταγράφει βουτιά εν μέσω Covid-19 και της ενεργητικής μετάβασης, το μονοπώλιο του υποσκάπτεται και οι διαφωνίες μαίνονται στις τάξεις του. Αλλά για τους ειδικούς, κάθε άλλε παρά προς το τέλος του οδεύει.
«Οι προοπτικές του Οργανισμού δεν ήταν ποτέ λιγότερο ευνοϊκές», σχολίασε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Φιλίπ Σεμπίγ-Λοπέζ, ανεξάρτητος αναλυτής και διευθυντής του Géopolia. «Ορισμένοι θα φθάσουν στο σημείο να πουν ότι το ΟΠΕΚ είναι πλέον ξεπερασμένος. Δεν το πιστεύω αυτό», δήλωσε ο Κάρλο Αλμπέρτο ντε Κάζα, ειδικός αναλυτής στην Activtrades. Ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) «ασκεί σίγουρα μικρότερη επιρροή απ’ ό,τι στο παρελθόν αλλά συνεχίζει να έχει μεγάλη βαρύτητα», πρόσθεσε. Η συμμαχία που ιδρύθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960 με πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, του Ιράκ, του Κουβέιτ και της Βενεζουέλας, αριθμεί πλέον 13 μέλη, συν 10 ακόμα αν ληφθούν υπόψιν οι χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία ΟΠΕΚ+, μεταξύ των οποίων και η Ρωσία. Οι 23 αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής του μαύρου χρυσού.
Τον Μάρτιο, μπροστά στη βουτιά των τιμών ενώ η πανδημία εξαπλωνόταν εκτός της Κίνας, ο Οργανισμός και οι σύμμαχοί του δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν για τα επόμενά τους βήματα. Αυτή η απουσία συντονισμένης δράσης μεταφράστηκε σε μια ιστορική βουτιά των τιμών, με το βαρέλι του αμερικανικού αργού να υποχωρεί σε αρνητικό έδαφος στα τέλη Απριλίου. Η συμμαχία ΟΠΕΚ+ διόρθωσε στη συνέχεια την κατάσταση, περιορίζοντας έως και 20% την παραγωγή της, επιτρέποντας στις τιμές να ανέλθουν στο σημερινό τους επίπεδο, γύρω στα 40 δολάρια το βαρέλι. Αυτή η συντονισμένη δράση έδειξε ότι ο οργανισμός έχει ακόμα ένα ηγετικό ρόλο στην αγορά «που οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αναλάβουν, καθώς οι εταιρίες τους είναι ιδιωτικές», σημείωσε ο Σεμπίγ-Λοπέζ.
Ωστόσο, αυτή η πολιτική έχει παράλληλα παγιώσει τις ΗΠΑ στη θέση του μεγαλύτερου παραγωγού στον κόσμο την οποία κατέχουν από τα τέλη του 2018 και στραγγίζει τα οικονομικά των κρατών-μελών του Οργανισμού. Από αυτό προέκυψε η δυσκολία να γίνουν σεβαστά από όλους τα όρια της μείωσης που συμφωνήθηκαν, ένα εγχείρημα που σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο για την αξιοπιστία του Οργανισμού.
Στο πλαίσιο των μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19, τα lockdowns και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις υπομόνευσαν την κατανάλωση πετρελαίου. Κάποιοι προβλέπουν ότι ποτέ δεν θα επανέλθει στο επίπεδο της περασμένης χρονιάς. Στο σενάριό του που συμβαδίζει με την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (AIE) εκτιμά ότι η ζήτηση για πετρέλαιο θα αρχίσει να περιορίζεται από τα επόμενα χρόνια, γύρω στο 2022.
Αυτή η εκτιμώμενη μείωση «δεν σημαίνει ότι θα από αύριο θα πάμε σε μηδενική κατανάλωση», υπογράμμισε η Πάολα Ροντρίγκεζ-Μάσιου, αναλύτρια της Rystad Energy, στο Γαλλικό Πρακτορείο, σημειώνοντας ότι στο αποκορύφωμα της κρίσης ο πλανήτης συνέχιζε να καταναλώνει πάνω από 70 εκατ. βαρέλια την ημέρα, συγκριτικά με 100 εκατ. πριν από την πανδημία. «Ακόμα και η ζήτηση φθάσει στο αποκορύφωμά της, είναι πολύ πιθανόν το πετρέλαιο να συνεχίσει να έχει κεντρικό ρόλο τα επόμενα 20 χρόνια», σημείωσε ο Αλμπέρτο ντε Κάζα. Ο διευθύνων σύμβουλος της Total Πατρίκ Πουγιανέ έκανε λόγο τον Ιούνιο για παραγωγή «50 εκατ. βαρελιών την ημέρα με ορίζοντα το 2040-2050» .
Στα 60 του χρόνια, ο ΟΠΕΚ κάθε άλλο παρά έχει πει την τελευταία του λέξη. Το χαμηλό κόστος της παραγωγής των βαρελιών του, εξηγεί η αναλύτρια της Rystad, καθιστά τον Οργανισμό ανθεκτικό. Τα μέλη του Οργανισμού διαχειρίζονται επίσης τα σημαντικότερα αποθέματα αργού στον πλανήτη: η Βενεζουέλα, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και το Ιράκ καταλαμβάνουν τις τέσσερις από τις πέντε πρώτες θέσεις σε ό,τι αφορά τα αποθέματα των χωρών σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με την αμερικανική Υπηρεσία Ενεργειακής Πληροφόρησης. Και το μερίδιό τους στην αγορά θα επωφεληθεί από την επικείμενη επιστροφή της Λιβύης, αναμένοντας επίσης αυτή της Βενεζουέλας και του Ιράν, που τελούν σε καθεστώς κυρώσεων από τις ΗΠΑ.
Πηγή; ΑΜΠΕ, AFP