Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Μπορεί οι δημοσκοπήσεις, σε σειρά (ALCO, Opinion Poll, νωρίτερα Marc), να συνεχίζουν να δίνουν άνετο προβάδισμα στη σημερινή κυβέρνηση -με 15-20 μονάδες απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση και με τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης καθηλωμένα-, όμως στην τελευταία στροφή των πραγμάτων η Prorata βρίσκει ταχύτατη υποχώρηση στήριξης επί συγκεκριμένων ζητημάτων μετρώντας «Στάσεις και Αντιλήψεις απέναντι στην διαχείριση του Covid-19 και των συνεπειών του». Καθώς αυτή η μέτρηση στάσεων -όση αξία της δίνει κανείς μεθοδολογικά- έρχεται να ανακινήσει τα ίδια ζητήματα, με τον ίδιο τρόπο που τα είχε μετρήσει τέλη Μαΐου, έχει ενδιαφέρον να καταγραφεί η εξέλιξη.
Έτσι, η συνολική αξιολόγηση ως προς την ανταπόκριση στην πρόκληση της πανδημίας είναι οριακά αρνητική για την κυβέρνηση (52%, έναντι 47% με θετικές αξιολογήσεις), όμως το αληθινά καίριο είναι η σύγκριση με τα τέλη Μαΐου (ορίζοντας εξόδου από το lockdown) όπου η θετική αξιολόγηση ήταν στο 71%. [Εδώ, αξίζει μια σημαντική παρέκβαση: όσοι ενημερώνονται καθημερινά από την τηλεόραση, αξιολογούν κατά 64% θετικά τη διαχείριση της πανδημίας, όσοι δεν προτιμούν αυτού του είδους την ενημέρωση αξιολογούν θετικά μόνον κατά 21%. Αντίστροφα, όσοι πηγή τους έχουν τα social media είναι κατά 63% αρνητικοί, ενώ όσοι δεν τα πλησιάζουν είναι μόνον κατά 46% αρνητικοί).
Στο ερώτημα αν υπάρχει ευθύνη για τη διασπορά του Covid-19 στη χώρα (όχι ιδιαίτερα δόκιμο, αλλ’ αφού τέθηκε…) ένα 51% δίνει αποκλειστικό ή μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης στο Κράτος. Το ίδιο ερώτημα έβρισκε τον Μάιο θετική απάντηση από μόνον ένα 29% των ερωτώμενων. Πάντως τώρα, φθινόπωρο και μετά την επιστροφή από τις διακοπές και -κυρίως…- μετά την επιδείνωση της εικόνας της πανδημίας, πάνω από 6 στους 10 αξιολογούν αρνητικό τον τρόπο που άνοιξε ο τουρισμός ή πάλι (πιο αιχμηρό, αφού αγγίζει την απτή καθημερινότητα) τον τρόπο λειτουργίας των συγκοινωνιών, ή ακόμη τον βαθμό προετοιμασίας του ΕΣΥ, ενώ 55% έχει αρνητική αξιολόγηση για τον τρόπο ανοίγματος των σχολείων. Αντίθετα, με θετικό τρόπο -όχι άνετα, πάντως θετικά- αξιολογούνται οι επιλογές της κυβέρνησης για τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Όταν όμως τίθεται το ερώτημα αν έχει γίνει ό,τι ήταν δυνατόν για την προστασία των ιδιοκτητών των μικρών επιχειρήσεων, των εργαζομένων σε αυτές, των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων, ένα 63%-64% απαντά αρνητικά (ποσοστό κι εδώ αυξημένο σε σχέση με τον Μάιο).
Έτσι, λοιπόν, φθάσαμε στα θέματα με τα οποία ευθέως ασχολείται αυτή η στήλη. Στις επιπτώσεις του Covid-19 στην οικονομία, και μάλιστα στο ενδεχόμενο να υπάρξει περίοδος λιτότητας τώρα, «τη μεγαλύτερη ευθύνη» θα φέρει η κυβέρνηση για 38% των ερωτωμένων. Τον Μάιο κάτι τέτοιο έλεγε το 31%, τον Απρίλιο το 21%... Σημειωτέον δε ότι -κι εδώ η έρευνα της Prorata συναντά πολλές άλλες- 7 στους 10 ερωτώμενους εκτιμούν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα χειροτερέψει, λίγο ή πολύ, ενώ το 24% ότι θα μείνει ως έχει ή θα βελτιωθεί.
Δεν υπάρχει κάτι το αναπάντεχο σ’ αυτήν την εικόνα: η κόπωση από μια ιδιαίτερα βαριά κατάσταση δεν μπορούσε παρά να φέρει ανησυχία, ύστερα επικρίσεις. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει εναλλακτική προσέγγιση, ή αν ζούμε «υπό συνθήκες ΤΙΝΑ»/there is no alternative. Στο ανέβασμά τους στη Θεσσαλονίκη, διαδοχικά η Φώφη Γεννηματά και ο Αλέξης Τσίπρας αυτήν ακριβώς την εναλλακτική αναζήτησαν. Μιλώντας για «Νέα Αλλαγή» και αρνούμενη «λευκή επιταγή στην κυβέρνηση», η πρώτη κατήγγειλε μια προσέγγιση στους πολίτες βασιζόμενη στο «αναβάλλετε τη ζωή σας». Κάλεσε σε πρόσθετα άμεσα μέτρα, βελτίωση των δημόσιων και κοινωνικών υποδομών και 4ετές πρόγραμμα επενδύσεων για μαζική δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, με έμφαση στη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και την καθολική εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων.
Στην αντίστοιχη προσέγγιση του «Μένουμε όρθιοι» από τον Αλέξη Τσίπρα «στη ΔΕΘ χωρίς ΔΕΘ» βρίσκει κανείς επίσης το μοτίβο της αναζήτησης «μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας» των ομάδων που πλήττονται από την κρίση -εργαζόμενους, μικρομεσαίους, αυτοαπασχολούμενους, αγρότες, νέα γενιά- χωρίς να τους παρέχεται αντίστοιχη στήριξη, σε μια λογική «ρεαλιστικού ριζοσπαστισμού υπέρ των πολλών». Και εδώ δίνεται έμφαση στην έννοια της κοινωνικής συνεννόησης, με κεντρικό τον ρόλο του Κράτους «τον οποίο τώρα όλοι αναζητούν». Με έμφαση στην ανάγκη επαναρρύθμισης της εργασίας, με αποδοχή «υψηλών δημόσιων δαπανών και δημόσιων χρηματοδοτικών εργαλείων» και με «νέα κοινωνική συμφωνία» με όσους πλήττονται και αποτελούν «την κοινωνική πλειοψηφία της χώρας».
Το ζήτημα είναι ένα: αποτελούν αυτές οι προσεγγίσεις βάση για πειστική εναλλακτικότητα; Και... βγαίνει κάπως ο λογαριασμός;