Με την σαφή τοποθέτηση του Μάικ Πομπέο, ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα Κύπρου και Ελλάδας στη βάση του Διεθνούς Δικαίου ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία και εδραίωση συνθηκών σταθερότητας και ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο, επισφραγίστηκε η πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών και του Νίκου Αναστασιάδη.
Ήταν στο πλαίσιο αυτής της συνομιλίας, όπου ο Μ. Πομπέο ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας για την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να άρουν το εμπάργκο που επιβλήθηκε στην Κύπρο το 1987, καθόσον αφορά μη φονικούς εξοπλισμούς.
Ωστόσο, η ένταση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου συνεχίζει να κλιμακώνεται, με την έκδοση συνεχόμενων Navtex και την Τουρκία να παραπαίει ανάμεσα σε δήθεν επιθυμία για διάλογο, ενώ την ίδια στιγμή προκαλεί με τις δηλώσεις της ρίχνοντας «λάδι στη φωτιά».
Ο δρ Γιώργος Ν.Τζογόπουλος μίλησε στο naftemporiki.gr δίνοντας απαντήσεις αναφορικά με την επόμενη ημέρα της απόφασης για μερική άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Ο ίδιος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies ((Ισραήλ) και στο ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής) και διδάσκει Διεθνείς Σχέσεις στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά
Ποια πιστεύετε ότι είναι η πιθανή αντίδραση της Τουρκίας μετά την απόφαση των ΗΠΑ για μερική άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο;
H Τουρκία έχει εκδώσει ανακοίνωση με την οποία εκφράζει τη διαφωνία της και απειλεί ότι θα δράσει ως εγγυήτρια δύναμη για να προστατεύσει την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων. Πρόκειται, βέβαια, μόνο για μερική άρση του εμπάργκο, συνεπώς ο αντίκτυπος είναι σχετικά περιορισμένος. Επίσης, η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι ξαφνική αλλά συνδέεται με το East Med Act το οποίο ψηφίστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο. Τα κίνητρα της αμερικανικής διπλωματίας ξεφεύγουν από το Κυπριακό ζήτημα αυτό καθεαυτό. Η απόφαση Άγκυρας και Μόσχας να πραγματοποιήσουν στρατιωτικές ασκήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αποτυπώνει το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη. Χρειάζεται προσοχή στην αξιολόγηση των προτεραιοτήτων των μεγάλων δυνάμεων.
Σε βάθος χρόνου ενδέχεται η παραπάνω απόφαση να λειτουργήσει ως «λάδι στη φωτιά» στην ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα στην Ανατολική Μεσόγειο;
Αυτή τη στιγμή, χρειάζεται ανάλυση των εξελίξεων σε καθημερινή βάση. Δεν μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις, γιατί η ελληνοτουρκική ένταση και η δραστηριοποίηση τουρκικών γεωτρυπάνων στην ΑΟΖ της Κύπρου αποτελούν απλώς τμήμα ενός πολύ ευρύτερου προβλήματος αστάθειας στη Μεσόγειο. Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών εντάσσεται στην προσπάθειά τους να πιέσουν διακριτικά την Τουρκία, για να σταματήσει η τρέχουσα κρίση, και να ξεκινήσει ο διάλογος. Όμως, η στήριξη που γενικά προσφέρουν στην τριμερή Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ παραμένει ιδιαίτερα χλιαρή. Συνεπώς, η πολιτική των ίσων αποστάσεων, με υπεροχή της Τουρκίας στον αναγκαίο συσχετισμό, διατηρείται.
Κατά πόσο η εν λόγω άρση μπορεί να κρύβει ιδιοτέλεια ενόψει των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου;
Υπάρχει συνέχεια στην αμερικανική πολιτική, ύστερα από την ψήφιση του East Med Act. O πρόεδρος Τραμπ δεν ενδιαφέρεται μόνο για το ελληνικό λόμπι αλλά και για το τουρκικό. Προσπαθεί απλώς, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την ένταση σε προσωπικό επίπεδο, να εξισορροπήσει την κατάσταση, ώστε να παραμείνουν όλες οι ομάδες πίεσης σχετικά ικανοποιημένες ενόψει Νοεμβρίου.
Ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται αρκετά αντιφατικός. Από τη μια επιθυμεί διάλογο, από την άλλη τονίζει ότι η χώρα του «έχει 100% δίκιο στην Ανατ. Μεσόγειο». Κατά πόσο θεωρείτε ότι είναι αποφασισμένος να «τραβήξει το σχοινί»;
Η Τουρκία έχει πετύχει αυτό το οποίο ήθελε, καθώς η διεθνής αντίδραση στην έρευνα του Orus Reis είναι περιορισμένη. Από εκεί και πέρα, ο σκοπός του προέδρου Ερντογάν είναι διπλός. Από τη μία πλευρά, να προχωρήσει σε γεωτρήσεις, οι οποίες, όμως, εξαρτώνται από το αποτέλεσμα των σεισμογραφικών ερευνών και μέχρι στιγμής έχουν αποδώσει μόνο στη Μαύρη Θάλασσα. Και από την άλλη, να συνδέσει τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό ζήτημα με τον ευρωτουρκικό διάλογο, για να εξασφαλίσει περισσότερες παραχωρήσεις από τις Βρυξέλλες.
Γιατί δεν έχει ακόμη γίνει κάποια δραστική κίνηση εκ μέρους της ΕΕ για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία; Αποτελεί τακτική αποκλιμάκωσης της έντασης ή ένδειξη αναποφασιστικότητας;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει διακριτική γιατί χρειάζεται την Τουρκία. Μιλώντας για «δραστική κίνηση», μιλάμε μόνο για κυρώσεις, που μπορούν να δημιουργήσουν πρόβλημα στην Τουρκία, έστω και μικρό. Το θέμα, ωστόσο, δεν έχει αποτελέσει προτεραιότητα για τις Βρυξέλλες. Η σύνοδος της 24ης Σεπτεμβρίου αργεί και η καθυστέρηση αυτή μάλλον ευνοεί την Άγκυρα, που καθημερινά εκτοξεύει απειλές ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H Eλλάδα χρειάζεται να διαβάσει καλύτερα την ευρωπαϊκή αντίδραση και κυρίως τα λόγια της Καγκελαρίου Μέρκελ: «Στηρίζουμε τους Έλληνες φίλους, όπου έχουν δίκιο».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, δήλωσε ότι «θα υπάρξει μια αναβάθμιση και στον αριθμό και στην επιχειρησιακή ικανότητα του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων». Είναι μια τέτοια κίνηση, στην παρούσα φάση, πιο επιτακτική από ποτέ;
Θέματα που άπτονται των ενόπλων δυνάμεων δεν προσφέρονται για δημόσια συζήτηση εκτός από ορισμένες ανακοινώσεις συγκεκριμένου χαρακτήρα, για παράδειγμα για στρατιωτικές ασκήσεις. Μετρούν μόνο το έργα και η αναδιοργάνωση στην πράξη, με συμφωνία όλων των κομμάτων και γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Η εμπειρία του Ισραήλ πρέπει να αξιοποιηθεί ουσιαστικά από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Bloomberg, «η νέα κατάρρευση της τουρκικής λίρας κάνει τις προοπτικές της χώρας να μοιάζουν δυσοίωνες». Κι όμως ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι η οικονομία της Τουρκίας «είναι μια χαρά». Εθελοτυφλεί ή μήπως προσπαθεί να κερδίσει χρόνο πριν φανερώσει τα επόμενα βήματά του;
Το πρόβλημα της τουρκικής οικονομίας είναι υπαρκτό και σημαντικό. Μέχρι στιγμής, όμως, κάθε άλλο παρά έχει επηρεάσει την τουρκική εξωτερική πολιτική στη Μεσόγειο, που αφορά θέματα πολύ πιο δύσκολα και περίπλοκα από της υφαλοκρηπίδας. H Τουρκία έχει εξαιρετικά ενεργή παρουσία στη Μεσόγειο, και παίρνει ρίσκα, αλλού με επιτυχία, αλλού όχι. Το ερώτημα για την Ελλάδα είναι αν χρειάζεται να ενταχθεί σε καινούριες συμμαχίες που δημιουργούνται στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο ή να ασχοληθεί μόνο με τα παραδοσιακά θέματα που απασχολούν την ελληνική εξωτερική πολιτική.