Είδε το φως της δημοσιότητας η ενδιάμεση έκθεση της λεγόμενης επιτροπής Πισσαρίδη. Για την εκπαίδευση αναφέρει πολλά και διάφορα. Ας δούμε κάποιες από τις προτάσεις της επιτροπής. Προτείνει τη συγχώνευση των σχολικών μονάδων. Λογικό, οικονομολόγοι είναι οι συντάκτες, οικονομίες κλίμακας σκέφτηκαν. Δεν είναι νέα η πρόταση. Είχε προταθεί και επί υπουργίας της κας Διαμαντοπούλου και μάλιστα είχε υπάρξει τότε ένα κύμα συγχωνεύσεων.
Αν το δούμε από τη σκοπιά της εκπαίδευσης και όχι της οικονομίας, τα σχολεία με λιγότερους από 300 μαθητές είναι προβληματικά, γιατί δεν μπορούν να κρατήσουν τους καθηγητές τους με πλήρες ωράριο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πηγαίνουν σε δύο ή και σε τρία σχολεία και να είναι περαστικοί από όλα τα σχολεία. Χρειάζονται, όμως σταθεροί εκπαιδευτικοί στα σχολεία και όχι περαστικοί. Συνεπώς δεν θα πρέπει να έχουμε σχολεία με λιγότερους από 300 μαθητές. Θα μπορούσαν να γίνουν συγχωνεύσεις γυμνασίων και λυκείων, που βρίσκονται σε κοντινές αποστάσεις, με αυτό το στόχο, αλλά θα παρουσιαζόταν το κλασικό ελληνικό πρόβλημα: Η μετακίνηση των μαθητών δεν θα γινόταν σωστά, γιατί θα καθυστερούσαν οι δήμοι να αναλάβουν τη μεταφορά, θα διαμαρτύρονταν ότι δεν έχουν τα απαραίτητα λεωφορεία και άλλα τέτοια φαιδρά.
Το άνω όριο των συγχωνεύσεων δεν θα μπορούσε να είναι τα 3.000 παιδιά, όπως πιθανόν θα ήθελαν οι συντάκτες της έκθεσης, για τον πολύ απλό λόγο ότι τα σχολεία στην Ελλάδα είναι χτισμένα με άλλη λογική. Όχι με τη λογική των μεγάλων συγκροτημάτων. Συνεπώς και να θέλουν να κάνουν τέτοιου είδους συγχωνεύσεις δεν μπορούν γιατί δεν υπάρχουν τα κατάλληλα κτήρια. Τα σχολεία με μέγεθος 3.000 μαθητών μπορούν να προσφέρουν οικονομίες κλίμακας γιατί δεν υπάρχουν ολιγομελή τμήματα. Πρόσφατη είναι η Υπουργική απόφαση που εγκρίνει τη δημιουργία ολιγομελών τμημάτων. Πρόκειται για περισσότερα από 1.800 τμήματα με λιγότερους από 20 μαθητές. Τέτοια τμήματα δεν θα υπήρχαν στα μεγάλα σχολεία. Θα υπήρχαν, όμως, άλλου είδους προβλήματα, γιατί σε τόσο μαζικά σχολεία τα φαινόμενα bulling βρίσκουν προσφορότερο έδαφος να ανθίσουν. Τα πολύ μεγάλα σχολεία δεν μπορούν να υπάρξουν, λοιπόν, γιατί δεν έχουμε τα κτήρια, αλλά δεν είναι και σωστό να υπάρξουν.
Ένα άλλο θέμα με το οποίο ασχολείται η έκθεση είναι η διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης. Πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόβλημα της εκπαίδευσής μας. Η πρόταση της επιτροπής είναι η διαχείριση του κύριου και του βοηθητικού προσωπικού να ανατεθεί στους δήμους. Η πρόταση είναι παλιά, λειτουργεί στην Αγγλία εδώ και δεκαετίες. Η μεταφορά προτάσεων που λειτουργούν σε άλλες χώρες δεν είναι εύκολη στην περίπτωση της Ελλάδας και πάρα πολλές προτάσεις που εισάγονται από άλλες χώρες αποτυγχάνουν στην Ελλάδα. Υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά μας με την Αγγλία. Εκεί υπάρχει αξιοκρατία που εδώ δεν υπάρχει.
Ας δούμε την πρόταση. Το βοηθητικό προσωπικό συμφωνώ ότι πρέπει να επιλέγεται, να προσλαμβάνεται και να το διαχειρίζεται ο κάθε δήμος. Έτσι όταν οι γονείς βλέπουν βρώμικα σχολεία, θα γνωρίζουν ποιος είναι ο υπεύθυνος και θα μπορούν να απαιτήσουν από το δήμαρχο καθαρά σχολεία. Το εκπαιδευτικό προσωπικό, όμως, δεν μπορεί να επιλέγεται και να διαχειρίζεται από τους δημάρχους. Αρχικά γιατί δεν είναι ευθύνη του κάθε δήμου η εκπαίδευση των πολιτών, αλλά είναι ευθύνη της πολιτείας, του κράτους. Αυτός που έχει την ευθύνη πρέπει να διαχειρίζεται το προσωπικό. Τόσο απλά και καθαρά. Σε περίπτωση που κάποιοι επιμένουν ότι η διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού πρέπει να περάσει στους δήμους, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής:
Η διαχείριση του προσωπικού από το κράτος είναι προβληματική, όπως έχουμε γράψει πολλές φορές, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να είναι αποτελεσματικό το δημόσιο. Πιο πολύ ενδιαφέρει η κατανομή των θέσεων ευθύνης, των στελεχών της εκπαίδευσης, δηλαδή, στα δικά μας κάθε φορά παιδιά, παρά η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι διορισμοί γίνονται με διαφάνεια, όχι κατ’ ανάγκη των καλύτερων, αλλά πάντως με διαφάνεια. Αν η αρμοδιότητα μεταφερθεί στους δήμους οι προσλήψεις θα γίνονται με άλλου είδους κριτήρια. Φανταστείτε ένα δήμαρχο που θέλει να προσλάβει εκπαιδευτικό προσωπικό. Τι κριτήρια θα βάλει; Το πρώτο κριτήριο θα είναι η εντοπιότητα. Να ψηφίζει στο δήμο του ο εκπαιδευτικός. Δεύτερο κριτήριο θα είναι να ψηφίζει το συγκεκριμένο δήμαρχο, να είναι δηλαδή δικό μας παιδί. Τρίτο κριτήριο θα είναι πόσες ψήφους μπορεί να φέρει ο υποψήφιος εκπαιδευτικός.
Ας θυμηθούμε ότι οι δήμοι, οι εφορίες και οι πολεοδομίες ήταν τα άνδρα της διαφθοράς στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις εκθέσεις του συνηγόρου του πολίτη. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να εμπιστευτούμε τους δήμους για την επιλογή των εκπαιδευτικών, γιατί ο δήμος δεν θα επιλέξει με εκπαιδευτικά κριτήρια, αφού δεν ενδιαφέρει κανένα δήμαρχο η εκπαίδευση.
Η μεγάλη διαφορά που έχουμε με την Αγγλία είναι η αξιοκρατία. Εκεί υπάρχει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι εδώ. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν πρέπει να αντιγράφουμε τα συστήματα άλλων χωρών. Γιατί δεν ταιριάζουν στη δική μας πραγματικότητα. Το κάναμε πολλές φορές, πάντα με παταγώδη αποτυχία.