«Τουλάχιστον ανατριχιαστική» χαρακτηρίζει την Έκθεση Πισσαρίδη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της Κ.Ο. του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κα Έφη Αχτσιόγλου.
Η βουλευτής Επικρατείας και πρώην υπουργός κατηγορεί την Κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο ότι αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους και συνταξιούχους ως π΄ροβλημα , προωθώντας μια σειρά από «αντεργατικές», όπως τις χαρακτηρίζει, παρεμβάσεις που σκοπό έχουν τη μείωση μισθών και συντάξεων, ευκολότερες κια περισσότερες απολύσεις και γενικότερα τη συρρίκνωση του πλαισίου προστασίας των εργαζομένων.
Αναλυτικότερα, η γραπτή δηλωση της κας Αχτσιόγλου αναφέρει τα εξής :
«Αν και δεν έχει λείψει απ’ αυτή την κυβέρνηση το αντεργατικό στίγμα, η έκθεση Πισσαρίδη είναι ομολογουμένως ανατριχιαστική.
Ένα πράγμα είναι καθαρό στην έκθεση: ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους αποκλειστικά σαν πρόβλημα.
Στη βάση αυτού σχεδιάζει ακόμη ευκολότερες απολύσεις, μείωση των αποδοχών για τις υπερωρίες, μείωση των παροχών μητρότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους, συρρίκνωση του πλαισίου προστασίας των εργαζόμενων.
Την ίδια στιγμή η έκθεση επαναλαμβάνει όλα τα ιδεοληπτικά νεοφιλελεύθερα κλισέ: οι άνεργοι φταίνε για την ανεργία τους γιατί δεν είναι αρκετά ευέλικτοι ή σωστά καταρτισμένοι. Κι ας ζούμε σε μια χώρα που το brain drain γίνεται ενδημικό φαινόμενο.
Οι παροχές στους ανέργους δεν είναι προϋποθέσεις επιβίωσης σε ένα σύγχρονο κράτος, αλλά χατίρια που πρέπει να καταργηθούν.
Και φυσικά το ασφαλιστικό Πινοσέτ επανέρχεται στην ατζέντα, διότι η ανάγκη εξυπηρέτησης συγκεκριμένων ιδιωτικών συμφερόντων δεν φεύγει ποτέ από τις προτεραιότητες αυτής της κυβέρνησης.
Η λύση για το τεράστιο κόστος μιας τέτοιας επιλογής; Απλή.
Την κατάρρευση του δημόσιου συστήματος θα την πληρώσουν οι σημερινοί ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι.
Οι τελευταίοι εξάλλου πρέπει σύμφωνα με την έκθεση να τιμωρηθούν επιπλέον διότι το ασφαλιστικό μας σύστημα παραήταν αναδιανεμητικό έως σήμερα. Η τιμωρία βέβαια δεν τους αφορά όλους, αλλά μόνο τους συνήθεις υπόπτους: χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους.»,
naftemporiki.gr