Ριζικά αντίθετη με το νομοσχέδιο, δηλώνει η ΓΣΕΒΕΕ ζητώντας από την κυβέρνηση την απόσυρσή του και από τους βουλευτές την καταψήφισή του.
Σε σημερινή της επιστολή προς τον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και τους βουλευτές, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας δηλώνει πως πρόκειται για «ένα νέο νόμο αχρείαστο επειδή ήδη υφίσταται Προεδρικό Διάταγμα του 2013, όταν ήταν υπουργός ο κ. Ν. Δένδιας, σε συνέχεια αντίστοιχου Προεδρικού Διατάγματος του 1991 επί κυβέρνησης αειμνήστου Κ. Μητσοτάκη, που δίνει τη δυνατότητα στην Ελληνική Αστυνομία να απαγορεύσει μια συγκέντρωση. Με βάση το ίδιο Διάταγμα η ΕΛ.ΑΣ. έχει το δικαίωμα στην περίπτωση που κάνουν πορεία 50 άτομα να τους οδηγήσει στο πεζοδρόμιο».
Η ΓΣΕΒΕΕ τονίζει άλλωστε πως εξ αρχής, ως συνδικαλιστικός φορέας ενός κλάδου που έχει υποστεί τις συνέπειες των αλλεπάλληλων κρίσεων, «οι διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις αποτελούν κατοχυρωμένο δικαίωμα των ενεργών πολιτών και ύστατο μέσο αντίδρασής τους απέναντι στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Νοσηρά φαινόμενα που παρατηρούνται ενίοτε στο πλαίσιο διαδηλώσεων δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται για να αμφισβητηθεί και να περισταλεί το δικαίωμα στη διαδήλωση. Μια τέτοια επιχειρηματολογία έχει τόσο σχέση με τη σοβαρότητα και τη λογική σαν να ήθελε κάποιος να καταργήσει τις εκλογές ή να περιορίσει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι επειδή στους κόλπους των εκλεγμένων πολιτικών παρατηρούνται φαινόμενα διαφθοράς».
Συνεχίζοντας η Συνομοσπονδία στέκεται στον ιδιαίτερο ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι διαδηλώσεις μέσα στην κοινωνία ως μορφή έκφρασης. «Όχι μόνο στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία αλλά σε μεγάλες χώρες όπως οι ΗΠΑ το τελευταίο διάστημα οι διαδηλώσεις, ως μορφή έκφρασης λαϊκής δυσαρέσκειας, ανέδειξαν κενά και αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος που είτε αφορούσαν την οικονομική πολιτική είτε την δράση των οργάνων του νόμου. Η προσπάθεια απαγόρευσης ανάλογων μορφών έκφρασης στρέφεται κατά της δημοκρατίας και του πολιτεύματος επειδή καταργεί τη δυνατότητα να μεταρρυθμίζονται και να βελτιώνονται…» αναφέρει στην ανακοίνωση.
Καταλήγοντας η ΓΣΕΒΕΕ συνοψίζει τους λόγους για τους οποίους ζητάει την καταψήφιση του νομοσχεδίου στους εξής:
• Η υποχρέωση γνωστοποίησης κάθε συνάθροισης στην αστυνομία όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 ισοδυναμεί με αίτηση προγενέστερης άδειας που ουσιαστικά εκχωρεί στην κάθε κυβέρνηση το δικαίωμα να αποφασίζει ποιες συναθροίσεις θα επιτρέπονται και ποιες όχι.
• Η δυνατότητα της προληπτικής πλήρους απαγόρευσης των συναθροίσεων με απόφαση της οικείας Αστυνομικής ή Λιμενικής Αρχής πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος της διαδήλωσης και βρίσκεται εκτός συνταγματικού πλαισίου, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2 του Συντάγματος.
• Η υποχρέωση του «οργανωτή» να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης και να συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική αρχή, συμμορφούμενος με τις υποδείξεις της, μετατρέπει εκλεγμένους συνδικαλιστές και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις σε όργανα του νόμου, ναρκοθετεί την ανεξαρτησία τους κι αλλάζει το χαρακτήρα τους.
• Η εισαγωγή της αντικειμενικής αστικής ευθύνης του «οργανωτή» της συγκέντρωσης για ζημιές που τυχόν θα προκληθούν κατά τη ζωής και της ιδιοκτησίας στη διάρκεια της συγκέντρωσης συνιστά αντικίνητρο για την διοργάνωση διαδηλώσεων. Πολύ πιο σημαντικός ωστόσο είναι ο κίνδυνος καταλογισμού βαρύτατων προστίμων και αγωγών σε διαδηλωτές και φορείς που δε φέρουν καμία ευθύνη.
• Η σύσταση «Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας» αυξάνει τα στεγανά σε ένα πεδίο άσκησης εξουσίας που ο δημοκρατικός του έλεγχος δεν ήταν ποτέ δεδομένος ακόμη και τα χρόνια της δημοκρατικής ομαλότητας, ενώ ο εκδημοκρατισμός του διήρκεσε πολλά χρόνια και απαίτησε μεγάλες προσπάθειες.