Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Το οικονομικό έγκλημα αντιπροσωπεύει, με βάση εκτιμήσεις που έχουμε κάνει και οι οποίες στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, περί τα 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Δεν αποκλείεται όμως το πραγματικό ποσό να είναι και διπλάσιο. Αυτό όμως που σήμερα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο έγκειται στη σύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με πολιτικές και κυβερνητικές εξουσίες και άρα η νομιμοποίησή του σε κάποιες περιπτώσεις».
Αυτά μας λέει ανώτατο ιταλικής καταγωγής στέλεχος της Ιντερπόλ, το οποίο από την έδρα της διεθνούς αυτής οργάνωσης στη Λιόν της Γαλλίας χειρίζεται έναν πολύ ευαίσθητο φάκελο. Αυτόν της πολιτικής επιρροής του οργανωμένου εγκλήματος, του ρόλου του στη δημιουργία και διάδοση fake news και των αρθρώσεών του στις φιλελεύθερες αναπτυγμένες κοινωνίες.
Και ενώ οι σχετικές έρευνες πάνω στα θέματα αυτά είναι αποκαλυπτικές, οι δημοκρατικές πολιτικές εξουσίες τις αντιμετωπίζουν με αρκετή καχυποψία αν όχι με κάποιον φόβο. Γιατί όμως;
Μια εξήγηση που μας δίνει ο Γάλλος κοινωνιολόγος και συγγραφέας Ζαν-Κριστόφ Ρουφέν είναι ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν ανάγκη από εχθρούς, γιατί αυτοί οι τελευταίοι τους επιτρέπουν να διαιωνίζονται. «Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες ενισχύονται απ’ όλους αυτούς που τις εχθρεύονται. Καθετί που τις απειλεί στην ουσία ενισχύει την ύπαρξή τους. Με πιο απλά λόγια, για τον φιλελευθερισμό, η απειλή του προσφέρει δύναμη, κάνει απόλυτη την κυριαρχία του. Είναι έτσι απαραίτητη στην επιβίωσή του» μας τονίζει ο συνομιλητής μας και σε αυτά που λέει όντως υπάρχει μια λογική.
Έως έναν βαθμό, όντως το να παίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία με τη φωτιά είναι μια άσκηση που την κρατά σε εγρήγορση και ενδεχομένως την κάνει πιο δυνατή. Πρέπει όμως να υπάρχουν όρια και σε αυτό το σύστημα, όπως συμβαίνει με κάθε συστημική οντότητα. Μέχρι πού δηλαδή μπορεί να πάει ο εχθρός ενός συστήματος εν γνώσει του τελευταίου χωρίς κίνδυνο κατάργησης των αρχών του; Τελικά ποια είναι τα όρια ανοχής και αντοχής της δημοκρατίας;
Προφανώς δε το ίδιο ερώτημα έχουν και οι εχθροί της, γι’ αυτό και δοκιμάζουν τις αντοχές της. Όσο διαρκούν όμως οι δοκιμές αυτές και στο μέτρο που εντείνονται, τόσο περισσότερο φθείρεται και το σύστημα και πιθανότατα αυτός να είναι ο τελικός στόχος των εχθρών του. Η πτώση του διά της φθοράς του. Τον τελευταίο καιρό, σε παγκόσμιο επίπεδο, με αφορμή την πανδημία, την περίεργη δολοφονία του Φλόιντ στις ΗΠΑ και την απειλή της ανεργίας, καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες εκδηλώσεων ανορθολογισμού, οι οποίες είναι ξεκάθαρο ότι έχουν κατευθυνόμενο χαρακτήρα και συγκεκριμένους στόχους. Προκαλούν φόβο, διαδίδουν μίσος, καλλιεργούν αισθήματα ενοχής.
Και τα πρώτα κέντρα διάδοσης του ανορθολογισμού είναι οι ισλαμικές κοινότητες. Αυτές οι τελευταίες βρίσκονται υπό την καθοδήγηση φανατικών ιμάμηδων και δήθεν φιλοσόφων τύπου Ταρίκ Ραμαντάν, οι οποίοι είτε απροκάλυπτα είτε εκλεπτυσμένα εκβάλλουν μίσος, πνευματική τύφλωση και ψυχολογικό δηλητήριο. Το διαβρωτικό έργο των ισλαμικών τζαμιών και κοινοτήτων είναι απίθανο και οι πραγματικές του επιπτώσεις δεν έχουν ακόμα φανεί. Εξάλλου δεν υπάρχει και καμμιά βιασύνη. Όσο πιο μακρά είναι η διάχυση του δηλητηρίου, τόσο το καλύτερο για τις κοινωνίες που το δέχονται. Τόσο πιο γερή γίνεται η διείσδυση του ισλαμικού οργανωμένου εγκλήματος σε τοπικές ευάλωτες κοινωνίες.
Το θετικό στην ιστορία αυτή είναι ότι η τύφλωση θα οδηγήσει και σε θανατηφόρες εσωτερικές ρήξεις στο Ισλάμ, ο εκδημοκρατισμός του οποίου είναι μάλλον θέμα χιλιετίας.
Μια άλλη καλή πηγή ανορθολογισμού είναι τα περισσότερα αμερικανικά πανεπιστημιακά κάμπους, στα οποία ο λαϊκισμός πάει σύννεφο. Επίσης, με τη βοήθεια κάποιων πολύ περίεργων «κοινωνικών ταμείων», με έδρα το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και τη νήσο Μαν, στη θάλασσα της Ιρλανδίας, εξίσου περίεργες οργανώσεις, μη κυβερνητικές συνήθως, διακινούν θέσεις και απόψεις, στόχοι των οποίων είναι η κατάλυση της ορθολογικής τάξης: τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικο-κοινωνικής. Για να το πούμε με διαφορετικά λόγια, οι εχθροί της ελευθερίας και της δημοκρατίας έχουν διττό στόχο: πρώτον, την εξουδετέρωση της γνώσης και, δεύτερον, την κυριαρχία της βλακείας. Αυτός είναι ένας σημαντικός τρόπος στο να αποθαρρύνονται οι άνθρωποι να δοκιμάζουν το καινούργιο, να αξιοποιούν μεταβαλλόμενες ιδέες, να ανοίγουν νέους δρόμους στον πειραματισμό, να συμφιλιώνονται με τις μεταβολές.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, σε παγκόσμιο επίπεδο πλέον, υπάρχει και λειτουργεί μια «Διεθνής» του ανορθολογισμού, η οποία έχει γερές προσβάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε πολιτικούς και κοινωνικούς σχηματισμούς και κατά κύριο λόγο στα πανεπιστήμια. Το τι μπορεί να πετύχει, όμως, είναι θέμα αντίδρασης των δημοκρατικών κοινωνιών και της ωριμότητάς τους.