Ο Covid-19 μπορεί να διέκοψε τη διασυνοριακή κινητικότητα, αλλά η κινητικότητα στην αγορά εργασίας, που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια και έγινε μέρος της νέας κανονικότητας, συνεχίζεται και αναμένεται να ενταθεί όπως προοιωνίζεται ο διψήφιος ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας των συνεργατικών χώρων και η ώθηση που έχει λάβει η λεγόμενη «οικονομία σάντουιτς» με την ψηφιακή μετάβαση να αλλάζει άρδην τη φύση της εργασίας συντηρώντας τη μεταβλητότητα.
Πέρα από το σχεδόν μισό εκατ. Ελλήνων που μετανάστευσαν στα χρόνια της κρίσης (κι εξακολουθούν να εργάζονται εκτός συνόρων) υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός Ελλήνων που εργάζονται εξ αποστάσεως για να δημιουργήσουν ή να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Προφανώς τα περιοριστικά μέτρα λόγω της πανδημίας ώθησαν αυτά τα ποσοστά σε επίπεδα ρεκόρ.
Αυτή η εικόνα συνεχούς κινητικότητας, η οποία εντείνεται πλέον όχι λόγω της κρίσης αλλά λόγω του ψηφιακού περιβάλλοντος και του νέου μοντέλου ευέλικτης απασχόλησης που επιβάλλει, δημιουργεί ανάγκες ευελιξίας στους χώρους εργασίας. Ως αποτέλεσμα η βιομηχανία, από τους συνεργατικούς χώρους και τα εκκολαπτήρια μέχρι τις εταιρείες παροχής υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υποστήριξης γραφείου και φιλοξενίας, ανθεί.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια πληθώρα πρωτοβουλιών, από εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα μέχρι πολυεθνικές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι: Orange Grove, The Cube, Found.ation, CoLab, Impact HUB Athens, Spaces, Regus κ.ά.
Διεθνής τάση
Οι συνεργατικοί χώροι αναπτύσσονται επιθετικά παγκοσμίως, με την αγορά να μετρά περίπου 12 εκατ. τ.μ. (125 εκατ. τετραγωνικά πόδια), με περισσότερα από 5 εκατ. τ.μ. (50 εκατ. τετραγωνικά πόδια) να βρίσκονται στις ΗΠΑ, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των CoreNet και Cushman & Wakefield.
Μάλιστα, έρευνα της Regus έδειξε ότι τέτοιος μεμονωμένος χώρος εργασίας κατά μέσο όρο μπορεί να συντηρήσει 218 θέσεις. Κάθε μεμονωμένο κέντρο εργασίας, μπορεί επίσης να δημιουργήσει κατά μέσο όρο 121 επιπρόσθετες θέσεις εργασίας στην τοπική κοινωνία, καθώς διεγείρεται η κινητικότητα στη γύρω περιοχή. Όταν δημιουργούνται εταιρείες σε προαστιακές τοποθεσίες, φέρουν μαζί τους τοπικά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και εργαζόμενους που ξοδεύουν χρήματα στην περιοχή, δημιουργώντας τη λεγόμενη «οικονομία σάντουιτς».
Η ανάπτυξη νέων χώρων είναι αδιάκοπη χάρη στη συνεχή ζήτηση από τους μεγάλους παίκτες της αγοράς. Παραδοσιακές εταιρείες ακινήτων, επενδυτικές εταιρείες και επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών έχουν εισέλθει στον κλάδο παρέχοντας ευέλικτες λύσεις χώρων εργασίας στους πελάτες τους, που είναι ένα μίγμα διεθνών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων μικρού και μεσαίου μεγέθους εταιρείες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι συνεργατικοί χώροι (coworking) και ευέλικτοι χώροι εργασίας είναι όροι που χρησιμοποιούνται συχνά σαν να πρόκειται για το ίδιο πράγμα αν και δεν είναι. Ο ευέλικτος χώρος εργασίας είναι ουσιαστικά χώρος που προσφέρεται ως υπηρεσία: με το κλειδί στο χέρι, με χώρους που δίνουν πρόσβαση σε τεχνολογία, σε επιλογές φιλοξενίας και ευεξίας. Οι coworking ή συνεργατικοί χώροι, που πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της χιλιετίας, είναι κοινόχρηστοι χώροι για ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα. Πολλοί επαγγελματίες νεοφυών επιχειρήσεων προτιμούν αυτό το περιβάλλον με στόχο κυρίως τη δικτύωση και την αλληλεπίδραση με άλλους επιχειρηματίες. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες ωστόσο είναι περιορισμένη συγκριτικά με τις δυνατότητες εταιρειών παροχής χώρων εργασίας. Κι ενώ οι πρώτες εμφανίστηκαν κυρίως μετά το 2000, οι τελευταίες, που έχουν μια πιο οργανωμένη δομή, λειτουργούν με αυστηρότερες προδιαγραφές και απευθύνονται σε μεγαλύτερη γκάμα επαγγελματικών ενώ έχουν παρουσία στην αγορά πάνω σχεδόν από 40 χρόνια.
Διαβάθμιση υπηρεσιών
Αυτή η σχετική σύγχυση στον καθορισμό των υπηρεσιών που παρέχονται από τους συνεργατικούς και τους ευέλικτους χώρους εργασίας επηρεάζει σε ένα βαθμό την αντίληψη περί της γκάμας των υπηρεσιών, του κόστους, της εμπειρίας των εργαζομένων, της ψηφιακής ασφάλειας κ.ο.κ. Η έρευνα των CoreNet και Cushman & Wakefield για το 2019 διερευνά τις απόψεις των στελεχών γι’ αυτό το είδος εταιρικού real estate και τις εμπειρίες τους σ’ αυτή την αναπτυσσόμενη αγορά.
Διαπιστώνεται ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται χρησιμοποιούν συνεργατικούς χώρους. Η πλειοψηφία έχει μια θετική άποψη γι’ αυτό το περιβάλλον εργασίας, ενώ μια μειοψηφία, κάτω από το 10%, βλέπει τους συνεργατικούς χώρους εργασίας με αρνητικό μάτι.
Ειδικότερα, η έρευνα δείχνει ότι το 63% των εταιρειών χρησιμοποιούν συνεργατικούς χώρους, με το υψηλότερο ποσοστό να καταγράφεται στις ΗΠΑ (66%) και το χαμηλότερο στην περιοχή Ασίας/Ειρηνικού (58%). Το 1/3 των οργανισμών που κάνουν χρήση των συνεργατικών χώρων είδαν μείωση του συνολικού κόστους στον τομέα της χρήσης ακινήτων κατά περισσότερο από 5% ενώ ενδεικτικό της δυναμικής ανάπτυξης της αγοράς είναι ότι σε όλο τον πλανήτη μια μέση εταιρεία αξιοποιεί σήμερα το 12% των εργαζομένων της μέσω περιβάλλοντος εργασίας συνεργατικών χώρων. Το ποσοστό αυτό έχει υπερδιπλασιαστεί σε δύο χρόνια (5%) και αναμένεται να διπλασιαστεί τα επόμενα πέντε χρόνια (24%). Εξάλλου πριν από δύο χρόνια η πλειοψηφία των οργανισμών δεν είχαν πρόσβαση σε συνεργατικούς χώρους. Σήμερα, μόνο το ένα τέταρτο των εταιρειών δηλώνει κάτι τέτοιο. Στα οφέλη από τη χρήση συνεργατικών χώρων καταγράφεται η ευελιξία και η μείωση του κόστους στον τομέα του real estate. Η ψηφιακή ασφάλεια είναι το πιο συχνά αναφερόμενο δυνητικό μειονέκτημα.
Ο leader
Στην Ελλάδα η αγορά αυτή άνοιξε σχεδόν από τη Regus, του ομίλου IWG, που ήρθε στην Ελλάδα το 1998, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της πολυεθνικής. Η Κατερίνα Μάνου, ως επικεφαλής της IWG για την Ελλάδα και γειτονικές αγορές, την υπηρετεί δεκατέσσερα χρόνια, από το 2005, έχοντας πλέον στον έλεγχό της πέρα από την Κύπρο και τη Βουλγαρία και χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία, η Τσεχία αλλά και η Μέση Ανατολή.
Όταν εγκαινίασε τη δραστηριότητα της Regus στην Ελλάδα έψαχνε πελάτες αφιερώνοντας χρόνο για ενημέρωση του κοινού γύρω από το concept των ευέλικτων λύσεων στο περιβάλλον εργασίας αλλά σήμερα η ζήτηση χτυπά την πόρτα της. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία επεκτείνεται με υψηλούς ρυθμούς προωθώντας την ανάπτυξη κουλτούρας για περιβάλλον ευέλικτης εργασίας και ενισχύοντας μια τάση η οποία έρχεται μαζί με τις ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, την ανάγκη βέλτιστης διαχείρισης κόστους, εστίασης στον πυρήνα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και επίτευξης καλύτερης ισορροπίας προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Είναι ενδεικτικό ότι η εταιρεία έχει τριπλασιάσει το μέγεθός της μέσα σε τρία χρόνια και από τρεις χώρους διαθέτει πλέον 9 κέντρα που προσφέρουν ευέλικτες λύσεις στο περιβάλλον εργασίας. Στοχεύει δε να ανοίξει άλλα 20 τους επόμενους 24 μήνες. Μάλιστα το πενταετές business plan της εταιρείας, της οποίας ηγείται ο Χρίστος Μισαηλίδης, έχοντας αναλάβει από την IWG το master franchise για την ανάπτυξη των σημάτων της πολυεθνικής, προβλέπει τουλάχιστον 65 κέντρα συνολικά, ενώ δεν αποκλείεται μετά τη Regus και τη Spaces να τοποθετηθεί και νέο σήμα στην ελληνική αγορά (με το Νο18 να φαίνεται ως το πλέον επικρατέστερο).