«Απώλεια - Πένθος - Κατάθλιψη: Πάθος και Λύτρωση» τιτλοφορείται το δοκίμιο για την τέχνη του καλού αποχαιρετισμού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με τις υπογραφές των Νίκου Σιδέρη και Αιμιλιανού Σιδέρη –διδακτόρων Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, αντίστοιχα.
Στόχος των συγγραφέων είναι όσα αποτυπώνουν στο παρόν έργο τους να συμβάλουν «στην τέχνη του ζην μέσω της αλήθειας, της γνώσης και της εφαρμογής τους στην καθολική ανθρώπινη εμπειρία της απώλειας».
«Το βιβλίο αυτό μπορεί να φανεί πολύτιμο στους ειδικούς, καθώς εκθέτει παιδαγωγικά και αναπτύσσει θεωρητικά το θέμα του, εισάγοντας καινοτόμες αναλύσεις και προσεγγίσεις, ερμηνευτικές και θεραπευτικές.
Μπορεί να φανεί ακόμη πιο πολύτιμο στους μη ειδικούς, που βιώνουν τις απώλειες και τις επιπτώσεις τους –δηλαδή σε όλους μας. Εκθέτει παιδαγωγικά, με τρόπο και γλώσσα που είναι κατανοητά σε κάθε άνθρωπο και με άφθονες αναφορές στην κοινή εμπειρία, θέματα δύσκολα, αλλά με τεράστια συναισθηματική και πρακτική αξία», διαβάζουμε στον Πρόλογο.
Η απώλεια καλεί την ψυχή να επιτελέσει ένα έργο: Τον καλό αποχαιρετισμό του αγαπημένου όντος που χάθηκε. Το πένθος είναι η ολοκλήρωση του καλού αποχαιρετισμού. Για να ζεις, πρέπει να ξέρεις να πενθείς. Κάποιες φορές, σε ορισμένες συνθήκες, το πένθος αστοχεί. Τότε εμφανίζεται η αντιδραστική κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη είναι το παράπονο μιας προδομένης αγάπης, το οποίο δεν απευθύνεται στον αποδέκτη του ευθέως, αλλά μέσω τρίτου. Το κλειδί της κατάθλιψης είναι η αναποφάσιστη κατάσταση του αντικειμένου της απώλειας: Δεν είναι ούτε χαμένο ούτε μη-χαμένο. Το παράδοξο της αναποφάσιστης κατάστασης υποστηρίζεται από την ενδοβολή του απολεσθέντος: Το Εγώ το έχει βάλει μέσα του. Η επεξεργασία της ενδοβολής και η υπέρβαση της αναποφάσιστης κατάστασης του απολεσθέντος μετατρέπει την κατάθλιψη σε πένθος, και έτσι τη θεραπεύει. Η καλύτερη πρόληψη της κατάθλιψης είναι το πένθος: η τέχνη του καλού αποχαιρετισμού.
Το πένθος είναι μια διεργασία αναγκαία. «Σε όλους τους γνωστούς πολιτισμούς έχει ισχυρότατες θεσμοποιημένες διαδικασίες, που εμπεριέχουν οργανικά απαρτιωμένες πεποιθήσεις, αναπαραστάσεις, λόγους, τελετουργικά, προτυποποιημένες εκφράσεις και συμπεριφορές, αφηγήματα και διευθετήσεις διαπροσωπικής αλληλεγγύης και στήριξης […]. Ειδικά ως προς τα τελετουργικά, μείζων λειτουργία τους είναι και η ακόλουθη: μέσω των μηνυμάτων του λόγου και του θεάματος, καθώς και μέσω της ιδιότυπης συμμετοχής των συνανθρώπων, τα τελετουργικά εγκαθιδρύουν μία συμβολική και φαντασιακή στίξη της εμπειρίας του χρόνου. Δηλαδή επισημαίνουν μία τομή που χωρίζει τον χρόνο σε “π.Α.” και “μ.Α.”- σε “πριν την απώλεια” και σε “μετά την απώλεια”. Η εν λόγω τομή δηλώνει ότι η απώλεια υπάρχει και δεν ακυρώνεται, ενώ οι επιπτώσεις της εξελίσσονται μέσα στον χρόνο και στη ζωή που συνεχίζει τον ρου της χωρίς το απολεσθέν.
Σε όλες αυτές τις πολιτισμικές πρόνοιες, το πένθος θεωρείται κοινή, καθολική, κανονική και αναμενόμενη, αναγκαία διαδικασία, την οποία ο καθένας προβλέπεται ότι κάποια στιγμή θα βιώσει και θα ολοκληρώσει επιτυχώς με τη βοήθεια των συνανθρώπων του και της πολιτισμικής σκευής που φέρει ο ίδιος ή συνεισφέρει ο άλλος. Ακόμη και οι ακραίες εκδηλώσεις του πένθους θεωρούνται αναμενόμενες και πάντοτε γίνονται αποδεκτές ή και πλαισιώνονται από τους άλλους και τον πολιτισμό. […] Το πένθος δεν θεωρείται παθολογία, ακόμη και αν μπορεί να προκαλέσει παθολογία (“του σάλεψε ο πόνος τα λογικά του”…).
Είναι ωστόσο αλήθεια ότι, στη μετανεωτερικότητα του κενού νοήματος, της επιβεβλημένης ατέρμονος απόλαυσης και διασκέδασης, της αποτομής της αρνητικότητας, ακόμη και η κανονική διεργασία του πένθους βαθμιαία στοχοποιείται ως αποκλίνουσα-παθολογική. Βαθμιαία και το πένθος τείνει να θεωρείται ενόχληση, απόκλιση, αν όχι και παθολογία. Μέσα από το τέχνασμα δε της αντιμετώπισης ορισμένων όντως επιβαρυντικών εκδηλώσεων του πένθους (κυρίως της διαταραχής του ύπνου και της όρεξης, καθώς και του άγχους και της εργασιακής ανεπάρκειας, που ενίοτε απαιτούν ιατρική χορήγηση αγχολυτικών), γίνεται ήδη σοβαρή συζήτηση περί του αν θα έπρεπε στο πένθος να χορηγούνται και αντικαταθλιπτικά.
Όπως είδαμε ωστόσο, το πένθος που σημαίνει πονάω και υποφέρω, επιτελεί τη ζωτική λειτουργία του καλού αποχαιρετισμού και της λύτρωσης· αποδεσμεύει και ελευθερώνει το ζωντανό από το νεκρό και επιτρέπει στην προσωπική και συλλογική ζωή να συνεχίσει τον δρόμο και το έργο της. Οπότε η όποια φαρμακευτική αναστολή του πένθους, με εργαλείο τη φίμωση ή το πνίξιμο της θλίψης και της οδύνης, ενδέχεται να προκαλέσει παράπλευρες απώλειες, απροσμέτρητες αυτή τη στιγμή ως προς τη φύση και την έκτασή τους».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]