Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω / εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω / πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω. / Κεφάλαια μεγάλ’ αν έχει αμφιβάλλω. / Κι άρχισα να φοβούμαι μη στην πρώτη κρίσι / εξαφνικά τας πληρωμάς της σταματήσει» (Κ.Π. Kαβάφης, Κρυμμένα Ποιήματα 1877-1923, Ίκαρος 1993).
Κρυφό δεν ήταν. Εκεί τα σημάδια, εκεί και τα ψεγάδια. Η παγκόσμια οικονομία ήταν τρωτή προτού κορονιαστεί. Ενδεικτικό το καμπανάκι του IIF ήδη από τον Ιανουάριο για το συνολικό παγκόσμιο χρέος στα 257 τρισ. δολάρια στο τέλος του α’ τριμήνου, πάνω από 3,2 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Ουδείς αμφιβάλλει ότι η πανδημία θα προσδώσει στη νέα κρίση μεγαλύτερη ένταση και βάθος. Πόση; Οι Νοστράδαμοι κινούνται με του παρελθόντος τη γνώση. Μοιάζει με εμπόλεμη κατάσταση και είναι εύλογες οι αναφορές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με μία κρίσιμη διαφορά: τότε είχε μείνει αλώβητη η παραγωγικότερη περιοχή του πλανήτη, η Αμερική, που ανέλαβε τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση σε πρωτοφανή κλίμακα.
Η σημερινή γεωοικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η Κίνα δεν θα μπορούσε να παίξει παρόμοιο ρόλο για πολλούς λόγους, με πρώτο την καχυποψία. Δεν ζεσταίνεται νέο σχέδιο Μάρσαλ. Μόνο στη φαντασία.
Επιπλέον, «οι ηγέτες που κέρδισαν τον πόλεμο δεν περίμεναν τη νίκη, για να σχεδιάσουν την επόμενη μέρα. Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ εξέδωσαν το Atlantic Charter, θέτοντας την πορεία για τον ΟΗΕ το 1941. Η Μεγάλη Βρετανία εξέδωσε την έκθεση Beveridge για ένα καθολικό κράτος πρόνοιας το 1942. Το 1944 η σύνοδος του Bretton Woods διαμόρφωσε τη μεταπολεμική χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική». (Κύριο άρθρο των «Financial Times» στις 4 Απριλίου.)
Άλλοι περιμένουν τη νίκη κι άλλοι τον λογαριασμό. Δεν ξέρω αν αξίζει οποιαδήποτε πρόβλεψη μετά το «Μεγάλο Shutdown», αλλά κεφάλαια μεγάλ’ αν έχει η Τράπεζα του Μέλλοντος αμφιβάλλω. Πολύ ολίγα θα βάλω σε όσους θεωρούν απίθανο να επαναληφθούν οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση του 2008 και περιμένουν ότι αυτός ο ιός θα ανατρέψει το σκηνικό, οι υποχρηματοδοτημένες δημόσιες υπηρεσίες θα αντιμετωπίζονται πλέον ως επενδύσεις και όχι ως παθητικό και η αναδιανομή του πλούτου δεν θα θεωρείται αίτημα εκκεντρικό.