Τον «Παρθενώνα των ναυαγίων», αποδίδει φέτος η Περιφέρεια Θεσσαλίας στο παγκόσμιο καταδυτικό κοινό. Το κλασικό ναυάγιο της Περιστέρας, στα ανοιχτά της Αλοννήσου, με τους 4.000 οινοαμφορείς, είναι το αρχαιότερο ναυάγιο στον κόσμο στο οποίο μπορεί άνθρωπος να καταδυθεί, ισάξιο σε μοναδικότητα με τον Παρθενώνα.
Ο σχεδιασμός της Περιφέρειας Θεσσαλίας περιλαμβάνει την ανάδειξη και τουριστική αξιοποίηση εννέα συνολικά ναυαγίων – Υποβρύχιων Μουσείων στις Σποράδες και τον Δυτικό Παγασητικό. Μια κρίσιμη μάζα ναυαγίων στα πανέμορφα νερά της Θεσσαλίας, που σε συνδυασμό με το Κέντρα Ενημέρωσης που λειτουργούν στη στεριά και προσφέρουν μια εξίσου μοναδική εμπειρία εικονικής κατάδυσης σε όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να καταδυθούν, αποτελούν ισχυρό αναπτυξιακό εργαλείο που φέρνει θέσεις εργασίας και χρήμα στην τοπική οικονομία.
Το πρωτοποριακό έργο της Περιφέρειας Θεσσαλίας, βραβευμένο με τρία διεθνή και εθνικά βραβεία, δημιουργεί μια νέα αναδυόμενη μορφή τουρισμού, δίνει τη δυνατότητα επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου, χαρίζει προστιθέμενη αξία στο τουριστικό προϊόν της Περιφέρειας και πλούτο σε όλη τη χώρα.
Μια πραγματική καινοτομία στην πράξη -συνδέεται ο έξυπνος, διαφορετικός, εναλλακτικός, ποιοτικός τουρισμός με τον πολιτισμό και αναβαθμίζεται η θέση της Θεσσαλίας στον διεθνή τουριστικό χάρτη.
Σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και τη στήριξη της υπουργού Λίνας Μενδώνη, τους δημάρχους Αλοννήσου και Αλμυρού και τις τοπικές υπηρεσίες, η Θεσσαλία πρωτοπορεί και δημιουργεί εξελίξεις σε πανελλαδικό και διεθνές επίπεδο, αφού το σύνολο της λειτουργίας των Υποβρυχίων Μουσείων και η τεχνογνωσία που θα προκύψει θα αποτελέσουν πρότυπο για την ανάπτυξη αντίστοιχων δραστηριοτήτων στις χώρες που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα bluemed.
Το ναυάγιο της Περιστέρας Αλοννήσου ανακαλύφθηκε το 1985 από τον επαγγελματία αλιέα Δημήτριο Μαυρίκη σε βάθος 22-33 μέτρων στη δυτική πλευρά της νήσου Περιστέρας, που εκτείνεται ανατολικά της Αλοννήσου. Διερευνήθηκε ανασκαφικά από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση της καταδυόμενης αρχαιολόγου Δρ. Ελπίδας Χατζηδάκη κατά τα έτη 1992-93 και 1999.
Το φορτίο του πλοίου φαινόταν αδιατάρακτο, σαν κάποιος να το είχε ακουμπήσει προσεχτικά στον βυθό της θάλασσας. Ο χρόνος και τα θαλάσσια ρεύματα δεν το επηρέασαν, παρά ελάχιστα. Αντίθετα, το κάλυψαν με άμμο και διαφύλαξαν το μυστικό του, για 2.500 περίπου χρόνια.
Το πλοίο βυθίστηκε μεταξύ του 425 και 415 π.Χ. και μετέφερε εμπόρευμα κρασιού από τις οινοπαραγωγικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδος, όπως η Μένδη στη Χαλκιδική και τα νησιά των Σποράδων, Σκόπελος και Αλόννησος.
Αρχικά, έγινε μια πλήρης φωτογραφική τεκμηρίωση και τοπογραφική αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του ναυαγίου με δύο μεθόδους τηλεμετρίας. Μετά το πέρας της αποτύπωσης, το ναυάγιο διαιρέθηκε με κάναβο σε 72 τετράγωνα, το κάθε ένα διαστάσεων 2Χ2 μέτρα. Ακολούθησαν ανασκαφικές εργασίες με αναρροφητήρα σε δύο μόνο από τα τετράγωνα, δηλαδή σε 8τ.μ. από τα 288τ.μ.
Το βυθισμένο πλοίο είχε μήκος περίπου 30 μ.. πλάτος 10 μ. ενώ μετρήθηκαν 1.000 εμπορικοί αμφορείς οίνου. Μετά την αφαίρεση της επιφανειακής στρώσης των αμφορέων, ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη στρώση. Στο τελευταίο στρώμα βρέθηκε και ανελκύστηκε μεγάλη ποσότητα μελαμβαφούς κεραμικής, όπως κύλικες με εμπίεστες και εγχάρακτες διακοσμήσεις, επιτραπέζια πινάκια, αγγεία πόσεως οίνου, λυχνάρια, χάλκινα σκεύη και πολλά άλλα θραύσματα αγγείων καθημερινής χρήσης. Τα ευρήματα αυτά ανήκαν σε σκεύη συμποσίου και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση, σχεδόν όπως πριν από 2.500 χρόνια. Η θαυμάσια τεχνική και το στιλπνό μαύρο χρώμα τους φανέρωνε την αθηναϊκή τους ταυτότητα.
Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου ναυαγίου έγκειται στο μέγεθός του, το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό των μέχρι σήμερα γνωστών φορτηγίδων. Τα πλοία της ίδιας περιόδου που έχουν ανασκαφεί σε Ιταλία, Κύπρο και Ισραήλ δεν ξεπερνούν τα 15-16,5μ. και δεν μετέφεραν φορτίο άνω των 75 τόνων. Αυτό οδήγησε τους μελετητές να συμπεράνουν ότι οι μεγάλες φορτηγίδες ήταν άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες και ότι ναυπηγήθηκαν μόνο από τους Ρωμαίους 300 χρόνια αργότερα.
Το ναυάγιο της Περιστέρας αποκάλυψε από τα πρώτα κιόλας 8 τ.μ., ότι εδώ έχουμε μια διαφορετική μέθοδο ναυπηγικής, άγνωστη μέχρι σήμερα, την οποία γνώριζαν οι Αθηναίοι ήδη από τους κλασικούς χρόνους και που υιοθετήθηκε πολύ αργότερα από τους Ρωμαίους.