Στήριξη στην αποτελεσματικότητα του φαρμάκου ρεμδεσιβίρη κατά του κορωνοϊού παρείχε με σημερινές του δηλώσεις ο Δρ. Άνθονι Φάουτσι, ο Αμερικανός επιδημιολόγος και σύμβουλος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Νωρίτερα, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε σήμερα στην ιατρική επιθεώρηση The Lancet αναφερόταν ότι το φάρμακο της αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Gilead «δεν έχει σημαντικό κλινικό όφελος» στην καταπολέμηση της Covid-19, η οποία αντέκρουε τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις της φαρμακοβιομηχανίας.
Αναλυτικότερα, ο Δρ. Άνθονι Φάουτσι διαβεβαίωσε σήμερα ότι το αντιΪκό φάρμακο ρεμδεσιβίρη είχε «σαφή» επίδραση στη θεραπεία του νέου κορωνοϊού σε μια κλινική μελέτη. «Τα δεδομένα δείχνουν ότι η ρεμδεσιβίρη είχε σαφές, σημαντικό και θετικό αποτέλεσμα στη μείωση του χρόνου αποθεραπείας των ασθενών» και αυτό αποδεικνύει ότι «ένα φάρμακο μπορεί να αντιμετωπίσει τον ιό», εκτίμησε ο Φάουτσι, κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων στον Λευκό Οίκο.
Η κλινική δοκιμή έγινε σε συνεργασία της φαρμακοβιομηχανίας Gilead Sciences με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) των ΗΠΑ. Η μελέτη που έγινε στην Κίνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν σήμερα στην επιθεώρηση The Lancet, «δεν ήταν επαρκής», είπε ο Φάουτσι. Η μελέτη εκείνη έδειξε ότι η ρεμδεσιβίρη δεν είχε σημαντική επίδραση στη θεραπεία της Covid-19.
Λίγο νωρίτερα, ρωτήθηκε για το θέμα αυτό ο Δρ. Μάικ Ράιαν, ο επικεφαλής του προγράμματος αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όμως απέφυγε να εκφράσει άποψη. «Δεν θα ήθελα να κάνω κάποιο συγκεκριμένο σχόλιο, επειδή δεν έχω διαβάσει αυτές τις δημοσιεύσεις λεπτομερώς», είπε, προσθέτοντας ότι κάποιες φορές χρειάζονται αρκετές δημοσιεύσεις μέχρι να καθοριστεί η αποτελεσματικότητα κάποιου φαρμάκου.
«Σίγουρα, έχουμε τις τυχαιοποιημένες δοκιμές σε εξέλιξη, τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στις ΗΠΑ, αυτές τις «Δοκιμές αλληλεγγύης» με τον ΠΟΥ. Η ρεμδεσιβίρη είναι ένα από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σε πολλές από αυτές τις δοκιμές. Για αυτό πιστεύω ότι θα παρουσιαστούν πολλά περισσότερα δεδομένα. Αλλά ελπίζουμε ότι αυτό το φάρμακο και άλλα να αποδειχτούν χρήσιμα στη θεραπεία της Covid-19, κατέληξε.
Νωρίτερα, στην έγκυρη επιστημονική επιθεώρηση The Lancet δημοσιεύτηκε μελέτη που διενεργήθηκε στην Κίνα, η οποία κατέδειξε ότι η φαρμακευτική αγωγή με ρεμδεσιβίρη δεν επιταχύνει τη θεραπεία, ούτε μειώνει τη θνητότητα της Covid-19 σε σύγκριση με το ψευδοφάρμακο».
Λίγο νωρίτερα η Gilead διαβεβαίωνε ότι μια άλλη κλινική μελέτη έδειξε «θετικά αποτελέσματα».
Τα αποτελέσματα της έρευνας που δημοσιεύεται στο Lancet είχαν διαρρεύσει στις 23 Απριλίου κατά λάθος. «Δυστυχώς, η δοκιμή μας έδειξε ότι μολονότι είναι ασφαλής και γίνεται καλά ανεκτή από τον οργανισμό, η ρεμδεσιβίρη δεν είχε σημαντικό όφελος σε σύγκριση με το ψευδοφάρμακο», σχολίασε ο καθηγητής Μπιν Κάο, εκ των βασικών συγγραφέων της μελέτης. «Δεν ήταν το αποτέλεσμα που ελπίζαμε, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν καταφέραμε να εντάξουμε (στην έρευνα) παρά μόνο 237 ασθενείς, αντί για 453 που ήταν ο στόχος, επειδή η επιδημία είχε τεθεί υπό έλεγχο στην Ουχάν», εξήγησε.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, αυτός ήταν και ο λόγος που η έρευνα σταμάτησε νωρίτερα απ’ όσο προβλεπόταν αρχικά. Και για αυτό χρειάζεται να γίνουν και άλλες μελέτες ώστε να καθοριστεί αν μια θεραπεία με υψηλότερες δόσεις ρεμδεσιβίρης ή σε συνδυασμό με άλλα αντιιικά φάρμακα θα ήταν πιο αποτελεσματική.
Η μελέτη διεξήχθη στο διάστημα 6 Φεβρουαρίου-12 Μαρτίου σε δέκα νοσοκομεία της Ουχάν. Για να είναι επιλέξιμοι, οι ασθενείς έπρεπε να παρουσιάζουν συμπτώματα για τουλάχιστον 12 ημέρες και να έχουν διαγνωστεί με πνευμονία, επιβεβαιωμένη και μέσω ακτινογραφίας. Οι 158 ασθενείς έλαβαν ρεμδεσιβίρη και οι υπόλοιποι 79 ψευδοφάρμακο για διάστημα 10 ημερών. Δεν διαπιστώθηκε καμία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων, όσον αφορά τη βελτίωση της κλινικής κατάστασης των ασθενών (21 ημέρες κατά μέσο όρο για όσους λάμβαναν ρεμδεσιβίρη, 23 για τους υπόλοιπους) ούτε όσον αφορά τη θνητότητα (14% έναντι 13%).
«Αυτό δεν είναι το τέλος της ιστορίας για τη ρεμδεσιβίρη επειδή είναι σε εξέλιξη και άλλες μελέτες», σχολίασε ένας επιστήμονας που δεν συμμετείχε στην έρευνα, ο καθηγητής Σάαντ Σακίρ, ο διευθυντής του βρετανικού οργανισμού Drug Safety Research Unit.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ, Reuters, AFP