Από την έντυπη έκδοση
Του Κωνσταντίνου Διαμαντούρου *
Η νέα βιομηχανική πολιτική της Ε.Ε. ανακοινώθηκε στις 10 Μαρτίου, μερικές μέρες πριν ανακοινωθούν τα άκρως περιοριστικά μέτρα, σχεδόν σε όλες τις χώρες Ε.Ε., για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας.
Η παγκόσμια οικονομία πλέον βρίσκεται σε «χειμερία νάρκη» και το κράτος έχει αναλάβει πρωτοφανή ρόλο στη διαχείριση της κρίσης και κατ’ επέκταση στη λειτουργία της οικονομίας. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Economist στο εβδομαδιαίο τεύχος της 21ης Μαρτίου, «the virus means the state is back». Η κρίση του κορονοϊού φαίνεται ότι ενισχύει μία τάση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2008, δηλαδή, μία αυξανόμενη αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και της λογικής της αγοράς ως κυρίαρχου ρυθμιστή της οικονομικής δραστηριότητας.
Το οικονομικό τοπίο που θα αναδυθεί δεν θα είναι «business as usual». Οι οικονομικές προτεραιότητες θα επανακαθοριστούν και αυτό θα επηρεάσει και τη στρατηγική της Ε.Ε. για τη βιομηχανική πολιτική. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι πριν από έναν χρόνο είχε ξεσπάσει ένας άτυπος πόλεμος εντός της Ε.Ε. ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να μπλοκάρει τη συγχώνευση Siemems - Alstom, που είχε παρουσιαστεί ως απαραίτητη ώστε να μπορέσουν οι δύο βιομηχανικοί κολοσσοί να ανταγωνιστούν την κινεζική CRCC. Η απαγόρευση της συγχώνευσης επικρίθηκε έντονα από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας και άνοιξε μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με την αλλαγή των κανόνων ανταγωνισμού ώστε να επιτραπεί η δημιουργία «Ευρωπαίων πρωταθλητών», ικανών να ανταγωνιστούν κινεζικούς και αμερικανικούς κολοσσούς σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην προοπτική αυτή αντιτάχθηκε σθεναρά το «φιλελεύθερο μπλοκ» χωρών της Ε.Ε., με πρωτοστάτες τις σκανδιναβικές χώρες, που -ως μικρές, αλλά άκρως καινοτόμες και εξαγωγικές οικονομίες- βασίζονται κατά κόρον στην απρόσκοπτη πρόσβαση των εταιρειών τους στην ενιαία αγορά της Ε.Ε. αλλά και σε τρίτες χώρες για την οικονομική μεγέθυνσή τους. Για αυτές, το κύριο πρόβλημα είναι η ελλιπής ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς σε μία σειρά από σημαντικούς τομείς (π.χ., υπηρεσίες) που ουσιαστικά δημιουργούναμέτρητα εμπόδια στην οικονομική εξάπλωση εταιρειών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Ολοκληρώστε την ενιαία αγορά και οι Ευρωπαίοι πρωταθλητές θα έρθουν από μόνοι τους» ήταν το κύριο επιχείρημα που επαναλάμβαναν ακούραστα.
Η νέα βιομηχανική στρατηγική της Ε.Ε. είναι μία άσκηση λεπτών ισορροπιών. Αναγνωρίζεται ορθώς ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιομηχανική εξέλιξη της Ε.Ε. η ύπαρξη μίας δυνατής ενιαίας αγοράς, που βασίζεται στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και που επιτρέπει, μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να καινοτομήσουν και να μεγαλώσουν.
Ταυτοχρόνως, επίσης ορθώς, αναγνωρίζεται ότι η ελεύθερη αγορά δεν λειτουργεί παντού και κατά συνέπεια αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη σχετικά με την καθιέρωση των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιμέτωποι με ανταγωνιστές που λαμβάνουν μαζικές κρατικές ενισχύσεις, απαιτείται μία πιο στρατηγική στόχευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια στρατηγική που θα συνδυάζει κοινή δράση χωρών της Ε.Ε. σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους και θα περιλαμβάνει τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων, ώστε η ευρωπαϊκή βιομηχανία να διατηρήσει την παγκόσμια τεχνολογική της πρωτοκαθεδρία.
Η κρίση του κορονοϊού θα προσθέσει και μία άλλη σημαντική πτυχή, δηλαδή το κατά πόσο η Ε.Ε. θα πρέπει να δημιουργήσει και να διατηρήσει μία εγχώρια παραγωγή σε κλάδους (π.χ. ιατρικός εξοπλισμός) που κρίνονται απαραίτητοι για την αντιμετώπιση πανδημιών.
Με τις παγκόσμιες αλυσίδες να έχουν ουσιαστικά παραλύσει, ο πειρασμός της επιστροφής σε ένα πιο προστατευτικό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης θα είναι ισχυρός. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός ενέχει πολλαπλές παγίδες. Η Ε.Ε. είναι μία εύρωστη ήπειρος, η ισχύς της οποίας ωστόσο αναμένεται να φθίνει σε βάθος χρόνου, καθώς αναπτυσσόμενες χώρες συγκλίνουν με την εύρωστη Δύση, αλλά και λόγω δημογραφικών παραγόντων.
Οι εμπορικές συμφωνίες αποτελούν ουσιαστικά το μόνο ισχυρό όπλο της Ε.Ε. που της επιτρέπει να εξασφαλίζει προνομιακή πρόσβαση εταιρειών σε τρίτες χώρες, με δέλεαρ την πρόσβαση εταιρειών τρίτων χωρών στην εύρωστη ενιαία αγορά των σχεδόν 450 εκατ. καταναλωτών. Άρα είναι στο συμφέρον της Ε.Ε. να μπορεί να διαμορφώσει και να διατηρήσει ένα ευνοϊκό διεθνές πλαίσιο, όσο οι δυνάμεις της το επιτρέπουν.
Ταυτοχρόνως, η χρήση κρατικών ενισχύσεων ενέχει και κινδύνους για μικρές χώρες σαν την Ελλάδα, καθώς αυτές χορηγούνται σε εθνικό επίπεδο και ως εκ τούτου η δυνατότητα μεγαλύτερων οικονομιών να ενισχύουν τις εθνικές τους επιχειρήσεις είναι πολλαπλάσια αυτής πιο μικρών, άρα και ο κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού υπαρκτός.
Το οικονομικό τοπίο που θα ξημερώσει θα είναι αναμφισβήτητα γεμάτο προκλήσεις και θα απαιτηθεί οι προσπάθεια όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας για να επιτύχουμε μία ισχυρή οικονομική ανάκαμψη. Σε αυτήν την προσπάθεια, ας είμαστε τουλάχιστον προσεκτικοί και να αποφύγουμε «λύσεις» που φαντάζουν εύκολες αλλά στην πράξη μπορούν να αποβούν ζημιογόνες.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Διαμαντούρος είναι μόνιμος αντιπρόσωπος του ΣΕΒ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.