Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Είναι προφανές ότι για γεωπολιτικούς λόγους η Σαουδική Αραβία προσπαθεί να «γονατίσει» τη Ρωσία και το Ιράκ.
Οι σχέσεις Ρωσίας και Ιράν με τη Σαουδική Αραβία από καιρό τώρα βρίσκονται στο ναδίρ. Οι αιτίες είναι αρκετές και μπλεγμένες για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα δε, ας σημειωθεί ότι κάκιστες είναι και οι σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας με την Τουρκία, η οποία φιλοδοξεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στον κόσμο των σουνιτών μουσουλμάνων.Στις μέρες μας, λοιπόν, οι σχέσεις αυτές, με αφορμή την κρίση του κορονοϊού μπήκαν σε νέα φάση, όπου κορυφαίος είναι ο ρόλος της τιμής του πετρελαίου. Τιμής που εξαρτάται άμεσα από την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και βέβαια από την ανοδική της πορεία.
Η κρίση του κορονοϊού όμως ανατρέπει τα πάντα και δημιουργεί πολεμικό κλίμα στις τάξεις των χωρών που παράγουν πετρέλαιο.
Ως κορυφαία πετρελαιοπαραγωγός χώρα, η Σαουδική Αραβία θέλει ταυτοχρόνως να «γκρεμίσει» τις τιμές του μαύρου χρυσού αλλά και να αυξήσει την παραγωγή του, γεγονός που για τη Ρωσία αποτελεί πρόκληση.
Όπως αναφέρει ο οργανισμός Stratfor, που είναι πάντα πολύ καλά ενημερωμένος στα θέματα στρατηγικής, η οικονομία της Ρωσίας θα υποστεί μεγάλο πλήγμα από την κατάρρευση των τιμών, όμως η Μόσχα βρίσκεται σε πολύ ισχυρότερη θέση απ’ ό,τι το Ριάντ.
Η Μόσχα συσσωρεύει αποθέματα στο Εθνικό Ταμείο Πλούτου της από το 2017 με τιμές πάνω από 40 δολάρια το βαρέλι (με ετήσια πληθωριστική προσαρμογή 2%) και τα πιο πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία έδειχναν το ταμείο στα 150 δισ. δολάρια και τα αποθέματα ρευστού στα 570 δισ. δολάρια.
Ο προϋπολογισμός της Ρωσίας είναι καταρτισμένος υπολογίζοντας το brent σε εύρος περίπου 45 δολαρίων το βαρέλι, όμως αν αντλήσει χρήματα από το Εθνικό Ταμείο Πλούτου θα μπορέσει να αμβλύνει το πλήγμα αν οι τιμές μειωθούν κάτω από το εύρος αυτό. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε δεχθεί κάποια κριτική για την εφαρμογή μέτρων λιτότητας και για την αποταμίευση χρημάτων ενόσω οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονταν σε «άνετο» επίπεδο, τώρα όμως φαίνεται πως ενήργησε με σύνεση. Αντανακλά το γεγονός πως ο Πούτιν δέχεται ότι μια τιμή που θα είναι χαμηλότερη για πιο μακρά χρονική περίοδο είναι πραγματικότητα και θέλησε να είναι προετοιμασμένος ακριβώς για αυτού του τύπου το σοκ.
Οι Σαουδάραβες, από την άλλη πλευρά, έρχονται αντιμέτωποι με ένα σενάριο όπου το μέρισμα που λαμβάνουν από τη Saudi Aramco θα τους αναγκάσει να χρηματοδοτήσουν σχεδόν το ήμισυ των κρατικών δαπανών από αποθέματα και δανεισμό κατά το 2020, με αποθέματα ύψους 502 δισ. δολαρίων. Το χαμηλό χρέος τους, που διαμορφώνεται στο 26% του ΑΠΕ, σημαίνει πως μπορούν να δανειστούν, όμως αυτός ο δανεισμός μπορεί να γίνει ακριβότερος λόγω των νέων αμφιβολιών αναφορικά τόσο με τις μελλοντικές τιμές του πετρελαίου όσο και με τη λογική και την παρορμητικότητα της διαδικασίας λήψης πολιτικών αποφάσεων της Σαουδικής Αραβίας.
Αυτό, σε συνδυασμό με τις απώλειες στην αξία των ξένων επενδύσεων που διακρατά το Δημόσιο Επενδυτικό Ταμείο, θα καταστήσουν δυσκολότερη τη συντήρηση των δαπανών για το πρόγραμμα οικονομικής διαφοροποίησης «Vision 2030» του διαδόχου πρίγκιπα Μοχάμεντ. Μέχρι στιγμής, το πρόγραμμα αυτό, δεν έχει καταφέρει να σημειώσει ιδιαίτερη πρόοδο στη δημιουργία αυξημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα για τους νεαρούς ενήλικες, παρά τους φιλόδοξους δεδηλωμένους στόχους. Σαφώς δε, η εξέλιξη αυτή είναι ενοχλητική για τον πρίγκιπα, που αντιμετωπίζει και εσωτερικά προβλήματα αμφισβήτησής του. Όπως και στην περίπτωση του Πούτιν, θα είναι πολιτικά δύσκολο να παραδεχθεί πως έκανε λάθος και να κάνει πίσω, αφού η μόνη άλλη επιλογή αυτή τη στιγμή, πιθανότατα, θα ήταν να συνεχιστούν οι σημερινές ποσοστώσεις και όχι να υπάρξουν παραχωρήσεις από τη Ρωσία.
Όλα αυτά αφήνουν τον κόσμο αντιμέτωπο με ένα ακραίο επίπεδο αβεβαιότητας ως προς το πού οδεύει η πετρελαϊκή αγορά, όμως δεν φαίνεται πιθανό να υπάρξει έντονη ανάκαμψη στις τιμές τους επόμενους μήνες. Για τις καταναλώτριες έτσι χώρες, οι χαμηλές ενεργειακές τιμές ίσως είναι ένα κάποιο φάρμακο στην εποχή ύφεσης που έχει ήδη ανοίξει την πόρτα της στη διεθνή οικονομία. Ένα φάρμακο όμως που ίσως να μη γίνει ιδιαίτερα αισθητό στο ευρύ κοινό που αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά υπαρξιακά προβλήματα.