«Μαρτύριο της σταγόνας» για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις χαρακτηρίζουν οι τομεάρχες Εργασίας, Οικονομίας και Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ τις «εβδομαδιαίες ανακοινώσεις πρόσθετων-πλην όμως ανεπαρκών- μέτρων» για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού.
Όπως επισημαίνουν σε κοινή τους ανακοίνωση η Έφη Αχτσιόγλου, ο Νίκος Παππάς και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, «στην αρχή τα μέτρα γίνονται δεκτά ευχάριστα» αλλά «σιγά σιγά ο κόσμος καταλαβαίνει ότι δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες του, η απογοήτευση και η ανασφάλεια διογκώνονται, οι προσδοκίες δεν βελτιώνονται, θέσεις εργασίας χάνονται, η κατανάλωση καταποντίζεται».
«Η οικονομία μπαίνει σε βαθιά ύφεση» προειδοποιούν και καλούν την κυβέρνηση «να σταματήσει τα ημίμετρα και να προχωρήσει σε ένα ουσιαστικό πακέτο στήριξης των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και της οικονομίας».
Ειδικότερα, οι τομεάρχες του ΣΥΡΙΖΑ ζητούν από την κυβέρνηση:
- «Να προχωρήσει σε πλήρη καταβολή από το κράτος μισθών και δώρου του Πάσχα στους εργαζόμενους.
- Να άρει την αναστολή των εργασιακών συμβάσεων, να νομοθετήσει πλήρη απαγόρευση απολύσεων και δυσμενούς μεταβολής της σχέσης εργασίας, με αναδρομική ισχύ από την έναρξη της κρίσης.
- Να σταματήσει να εμπαίζει του ελεύθερους επαγγελματίες και να προχωρήσει στην καταβολή μηνιαίου επιδόματος ίσο με το 1/12 της περσινής δήλωσης (με κατώτατο όριο τον βασικό μισθό) για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες.
- Να σχεδιάσει ένα μεγάλο πρόγραμμα εγγυήσεων για τις επιχειρήσεις και όχι το απολύτως ανεπαρκές 1 δισ. (0,5% του ΑΕΠ).
- Να παρατείνει τώρα την προστασία της πρώτης κατοικίας.
- Να προχωρήσει σε καταβολή επιδόματος στα χαμηλά εισοδήματα ώστε να μπορούν να καλύψουν τις έκτακτες ανάγκες τους».
«Η Νέα Δημοκρατία δεν έχει καμία δικαιολογία να μην προχωρήσει σε αυτά τα μέτρα. Το σύμφωνο σταθερότητας έχει ανασταλεί. Οι δαπάνες για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού δεν μετράνε στους δημοσιονομικούς στόχους. Η χώρα έχει μαξιλάρι ασφαλείας που άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση» τονίζουν. Δηλώνουν τέλος πως «η άρνηση της Ν.Δ. να στηρίξει ουσιαστικά εργαζόμενους, επιχειρήσεις και οικονομία με ένα πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας όπως κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, είναι καθαρά ζήτημα πολιτικής της βούλησης».