Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνεται τις τελευταίες μέρες η επιδημία του Covid-19 στα κράτη-μέλη, κυρίως στον κοινοτικό Βορρά, που μέχρι τώρα εμφάνιζε αντοχές, προκαλεί πλέον έντονο προβληματισμό στις Βρυξέλλες για τις οικονομικές επιπτώσεις της ασθένειας.
Όλες οι συζητήσεις μέχρι τώρα περιορίζονταν στον προβληματισμό για την Ιταλία και στο πώς η χώρα αυτή, με τη βοήθεια των εταίρων της, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις, με δεδομένο ότι πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. και την πιο προβληματική μεταξύ των μεγάλων χωρών. Ωστόσο, στον αυξανόμενο προβληματισμό για την Ιταλία προστίθεται πλέον μια έντονη ανησυχία για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Από την αρχική εκτίμηση για επίπτωση του ιού στην οικονομία της τάξης του 0,1% του ΑΕΠ εάν περιοριζόταν στην Κίνα και στη συνέχεια 0,3%-0,4% όταν εμφανίστηκε στην Ευρώπη, τώρα αναθεωρούν προς τα πάνω τους υπολογισμούς, μεταθέτοντας τη δημοσιοποίησή τους από εβδομάδα σε εβδομάδα.
Στην έκτακτη συνεδρίαση του Εurogroup, που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη υπό μορφή τηλεδιάσκεψης, εσωτερικό έγγραφο της Κομισιόν αναφερόταν στο ενδεχόμενο να εισέλθει σε ύφεση, τουλάχιστον τεχνητή (δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικού ΑΕΠ), εκτός από την Ιταλία, και η Γαλλία, ενώ εντελώς οριακά κινείται η Γερμανία. Εάν «ασθενήσουν» οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, τότε εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό το τι θα ακολουθήσει για τις υπόλοιπες.
Στο ζητούμενο, που είναι τι μπορεί να γίνει σε συλλογικό επίπεδο, τα κράτη-μέλη στρέφουν το βλέμμα στη Φραγκφούρτη, έδρα της ΕΚΤ, και η Φραγκφούρτη στις μεγάλες πρωτεύουσες. Με αρνητικά τα επιτόκια, τα «όπλα» της ΕΚΤ που βρίσκονται στο τραπέζι δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά, όπως στην προηγούμενη κρίση του 2008-2009. Το πολύ να κάνει ακόμη μια, μικρή, μείωση του επιτοκίου και να αυξήσει τις αγορές εταιρικών και κρατικών ομολόγων ή ακόμη να παράσχει ρευστότητα στο σύστημα.
Δεν φτάνουν, όμως, τα μέτρα της ΕΚΤ, χρειάζονται αποφάσεις σε επίπεδο κρατών-μελών, ωστόσο δεν έχουν όλα τη δυνατότητα να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να αντιμετωπίσουν την ύφεση που βρίσκεται προ των πυλών. Την έχουν οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί και δύο-τρεις ακόμη χώρες του Βορρά της Ευρωζώνης. Οι υπόλοιπες έχουν πολύ μικρές δυνατότητες γιατί υπάρχει κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Είναι προφανές ότι εάν δεν γίνει το «θαύμα» να υποχωρήσει άμεσα ο ιός, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα ταλαιπωρηθούν πολύ μέχρι να βρουν το φάρμακο για το «γύρισμα» της οικονομίας.