Του Ηρακλή Ζώταλη
Πολιτικού Μηχανικού Ε.Μ.Π.
Οι ΣΔΙΤ ως ένα σύγχρονο χρηματοδοτικό εργαλείο, δεν διαφέρουν όσον αφορά στη φύση και στα αποτελέσματά τους από τα έργα υποδομών που υλοποιούνται στο πλαίσιο παραδοσιακών δημόσιων συμβάσεων, αλλά εμφανίζουν ορισμένες διαφορές που αφορούν στη διαχείρισή τους, που τις καθιστούν αμφιλεγόμενες στον δημόσιο διάλογο.
Η κύρια διαφορά μεταξύ ΣΔΙΤ και παραδοσιακών έργων, έγκειται στον επιμερισμό των κινδύνων μεταξύ των εταίρων, από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ο κίνδυνος ενός έργου ΣΔΙΤ, βαρύνει τον συμβαλλόμενο που είναι ο καταλληλότερος να τον διαχειριστεί, με στόχο την επίτευξη της βέλτιστης ισορροπίας μεταξύ της μετάθεσης του κινδύνου και της αποζημίωσης του συμβαλλομένου που αναλαμβάνει τον κίνδυνο. Ο εταίρος από τον ιδιωτικό τομέα αναλαμβάνει συχνά τον κίνδυνο που συνδέεται με τη μελέτη, την κατασκευή, τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία και τη συντήρηση των υποδομών, ενώ ο εταίρος από τον δημόσιο τομέα αναλαμβάνει συνήθως τον κανονιστικό και τον πολιτικό κίνδυνο. Δεδομένης της ανάγκης του δημοσίου να υιοθετεί λύσεις, που να διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον αναζητώντας την οικονομικά αποδοτικότερη επιλογή, η λήψη απόφασης υλοποίησης δημόσιου τεχνικού έργου μέσω ΣΔΙΤ, αποτελεί μια διαδικασία, που θα πρέπει να επιβεβαιώνει την παραπάνω συνθήκη.
Η λήψη της απόφασης για την υλοποίηση ενός ανταποδοτικού τεχνικού έργου, μέσω του θεσμού των ΣΔΙΤ, θα πρέπει να λαμβάνεται όταν πληροί το κριτήριο της οικονομικής αποδοτικότητας [VFM] στον κύκλο ζωής του, μέσω της αποδοχής των βασικών όρων της σύμβασης με την κατάλληλη μεταφορά των κινδύνων στον ιδιωτικό τομέα, της εξασφάλισης χρηματοδότησης και τέλος της διαμόρφωσης κατάλληλου ανταποδοτικού τέλους, προσιτού στον τελικό χρήστη του έργου. Αντίστοιχα για τα μη ανταποδοτικά έργα, δεδομένου του αυξημένου κόστους και της πολυπλοκότητας αυτών των συμβάσεων, που δεν τις καθιστά οικονομικά αποδοτικές για μεμονωμένα δημόσια τεχνικά έργα μικρού προϋπολογισμού, η απόφαση υλοποίησης τους, θα πρέπει να βασίζεται στο πλαίσιο ανάπτυξης συμβάσεων ΣΔΙΤ, που αφορούν σε ομοειδή έργα με κοντινή γεωγραφική θέση, σημαντικού προϋπολογισμού, που να προκαλούν το ενδιαφέρον τραπεζικών ιδρυμάτων για χρηματοδότηση.
Είναι σημαντικό η απόφαση να λαμβάνει ως χρόνο αναφοράς τη συνολική διάρκεια του έργου και να μην εστιάζει αποκλειστικά στο χρόνο της κατασκευής του, όπως συμβαίνει στην παραδοσιακή μέθοδο ανάθεσης και κατασκευής δημόσιων τεχνικών έργων. Προς το σκοπό αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό στη φάση ανάπτυξης της σύμβασης σύμπραξης, να υπάρχουν ρητές προβλέψεις για τη δυνατότητα αναπροσαρμογής όρων αυτής, βάση των νέων δεδομένων, που μπορεί να δημιουργηθούν κατά την εξέλιξή της, ώστε να διασφαλίζουν τη δυνατότητα του ελέγχου των ενδεχόμενων κινδύνων, που μπορεί να επηρεάσουν την οικονομική αποδοτικότητα της σύμβασης.
Καθώς η ζήτηση για υποδομές και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί αυξάνονται, το μοντέλο ΣΔΙΤ εξελίσσεται σε ολόκληρο τον κόσμο, με τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα να καινοτομούν, προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις εκκρεμούσες προκλήσεις των δημόσιων υποδομών. Η ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζεται περισσότερο ώριμη, δράττοντας την ευκαιρία σε μία κρίσιμη οικονομική συγκυρία, όπως η σημερινή, μέσω των έργων ΣΔΙΤ, να παράσχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και αγαθά, που να ικανοποιούν τις απαιτήσεις των πολιτών της.
Συμπερασματικά και λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία που δημιουργείται από τα παραγόμενα αποτελέσματα των υπό εξέλιξη συμβάσεων ΣΔΙΤ στην ανάπτυξη των δημόσιων υποδομών στην Ελλάδα, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αντιμετωπίζοντας τις σύγχρονες προκλήσεις μέσα από το δημόσιο διάλογο και δημιουργώντας το υπόβαθρο για την ανάπτυξη περισσότερων και οικονομικά αποδοτικότερων συμβάσεων σύμπραξης.