Από την έντυπη έκδοση
Tου Ρόμπερτ Σκιντέλσκι*
*Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, μέλος της Βουλής των Λόρδων, είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Η εξαναγκασμένη παραίτηση του υπουργού Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Σαγίντ Τζαβίντ, είναι η τελευταία ένδειξη ότι η μακροοικονομική πολιτική στήνεται στον τοίχο και όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία.
Επιπρόσθετα, εκτός από την ολοκλήρωση των πολιτικών λιτότητας που ακολουθούν οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου από το 2010, η αποχώρηση του Τζαβίντ στις 13 Φεβρουαρίου έχει μεγαλύτερη σημασία.
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είναι αποφασισμένος να κάμψει τις αντιστάσεις του υπουργείου Οικονομικών στις τεράστιες φιλοδοξίες του για δαπάνες. Την τελευταία φορά που ένας πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου προσπάθησε να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες σε τέτοιο βαθμό ήταν το 1964, όταν ο Χάρολντ Ουίλσον των Εργατικών ίδρυσε το υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων (DEA) για να αντιμετωπίσει την εχθρότητα του υπουργείου Οικονομικών στις δημόσιες επενδύσεις. Ωστόσο, ύστερα από την κρίση της στερλίνας του 1966, το υπουργείο Οικονομικών επανέφερε τον δημοσιονομικό έλεγχο και το DEA καταργήθηκε σύντομα.Το υπουργείο Οικονομικών, το παλαιότερο και πιο κυνικό τμήμα της κυβέρνησης, ξέρει πώς να παίρνει τον χρόνο του.
Όμως το τελευταίο «πραξικόπημα» του Τζόνσον είναι επίσης ενδεικτικό μιας παγκόσμιας μεταστροφής από τη νομισματική στη δημοσιονομική πολιτική. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πολιτική σταθερότητας, το πνευματικό τέκνο του Τζον Μέιναρντ Κέινς, ξεκίνησε ως σκληρό φορολογικό μέτρο. Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης, σύμφωνα με το εγχείρημα, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εξισορρόπηση μιας ασταθούς οικονομίας με πλήρη απασχόληση.
Στη δεκαετία του 1970, ωστόσο, ήρθε η μονεταριστική αντεπανάσταση, υπό την ηγεσία του Μίλτον Φρίντμαν. Η μόνη σταθερότητα που χρειάζεται μία καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, δήλωσε ο Φρίντμαν, είναι στο επίπεδο των τιμών. Εφόσον ο πληθωρισμός ελέγχεται από ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες και οι κρατικοί προϋπολογισμοί διατηρούνται «ισορροπημένοι», οι οικονομίες θα μένουν κανονικά σταθερές με το «φυσιολογικό ποσοστό ανεργίας». Από τη δεκαετία του 1980 έως την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η μακροοικονομική πολιτική διεξήχθη στη σκιά του Φρίντμαν.
Όμως τώρα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Ο λόγος είναι αρκετά σαφής: η νομισματική πολιτική δεν κατάφερε να προβλέψει και κατά συνέπεια να αποτρέψει τη μεγάλη ύφεση του 2008-09 και δεν κατάφερε να επιτύχει την πλήρη ανάκαμψη από αυτήν. Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, το μέσο πραγματικό εισόδημα εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από ό,τι ήταν πριν από 12 χρόνια.
Η απογοήτευση με τη νομισματική πολιτική εκτυλίσσεται παράλληλα με μία πολύ πιο θετική ανάγνωση της δημοσιονομικής στήριξης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα την περίοδο 2008-2009 και μία πολύ πιο αρνητική άποψη για τα προγράμματα δημοσιονομικής λιτότητας μετά την κατάρρευση της Ευρώπης. Σημαντικό σημείο καμπής ήταν η αποκατάσταση των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών το 2013 από τον τότε επικεφαλής οικονομολόγο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ολιβιέ Μπλανσάρντ και του συναδέλφου του Ντάνιελ Λέι. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Μπλανσάρντ, η δημοσιονομική πολιτική «δεν χρησιμοποιήθηκε επαρκώς ως κυκλικό εργαλείο». Τώρα, ακόμη και εξέχοντες κεντρικοί τραπεζίτες ζητούν βοήθεια μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η θεωρητική υπόθεση της εξάρτησης στη νομισματική πολιτική για τη σταθερότητα γυρίζει πίσω στον Κέινς. «Αν, όμως, μπούμε στον πειρασμό να ισχυριστούμε ότι τα χρήματα είναι το ποτό που διεγείρει τη δραστηριότητα στο σύστημα», έγραψε, «πρέπει να θυμόμαστε ότι μπορεί να υπάρξουν πολλά σφάλματα ανάμεσα στο ποτήρι και στο χείλος». Πιο απλά, η νομισματική αντλία έχει πολλές διαρροές. Πολλά χρήματα καταλήγουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και δεν επαρκούν για την πραγματική οικονομία.
Ο Μαρκ Κάρνεϊ, ο απερχόμενος κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας, παραδέχτηκε πρόσφατα, αρκετά ειλικρινά, ότι οι εμπορικές τράπεζες αποδείχθηκαν «άχρηστες» για την πραγματική οικονομία μετά την έναρξη της ύφεσης, παρά το γεγονός ότι διαχειρίστηκαν τεράστια χρηματικά ποσά που τους δόθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες. Στην πραγματικότητα, η ορθόδοξη θεωρία εξακολουθεί να προσπαθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η ποσοτική χαλάρωση τρισεκατομμυρίων δολαρίων (QE) παραμένει κολλημένη σε περιουσιακά στοιχεία που προσφέρουν αρνητικό πραγματικό επιτόκιο.
Ο Κένεθ Ρογκόφ του Χάρβαρντ υποστήριξε πρόσφατα ότι η πολιτική δημοσιονομικής σταθερότητας «είναι υπερβολικά πολιτικοποιημένη για να αντικαταστήσει σταθερά τις σύγχρονες ανεξάρτητες τεχνοκρατικές κεντρικές τράπεζες». Όμως αντί να εξετάσει πώς μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το ελάττωμα, ο Ρογκόφ δεν βλέπει εναλλακτική λύση για να συνεχίσει το παρόν καθεστώς νομισματικής πολιτικής - παρά τις αδιάσειστες αποδείξεις ότι οι κεντρικές τράπεζες αδυνατούν να διαδραματίσουν τον καθορισμένο ρόλο τους. Τουλάχιστον η δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε καταρχήν να αναλάβει την αποστολή της οικονομικής σταθεροποίησης καθώς δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να το κάνουν οι κεντρικές τράπεζες.
Αυτό οφείλεται σε έναν τεχνικό λόγο, ο οποίος εγκαθιδρύθηκε πριν και μετά την κατάρρευση του 2008. Με απλά λόγια, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να ελέγξουν το συνολικό επίπεδο των δαπανών στην οικονομία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το επίπεδο τιμών και το συνολικό επίπεδο παραγωγής και απασχόλησης.
Ένας λιγότερο σκεπτόμενος παρατηρητής από τον Ρογκόφ θα είχε εξετάσει πιο προσεκτικά τις προτάσεις για την ενίσχυση των αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών, αντί να τις απορρίψει με το επιχείρημα ότι θα είναι (κακά) «κίνητρα» και ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα τις παρακάμψουν κατά καιρούς. Για παράδειγμα, ένας δίκαιος παρατηρητής θα ήταν τουλάχιστον ανοικτός στην ιδέα της εγγύησης εργασίας του δημόσιου τομέα όπως αυτή που προβλέπεται από τον νόμο του 1978 Χάμφρεϊ-Χόκινς στις ΗΠΑ, ο οποίος εξουσιοδότησε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει «αποθήκες δημόσιας απασχόλησης» για να εξισορροπήσει τις ιδιωτικές δαπάνες.
Αυτές οι δεξαμενές θα εξαντλούνται και θα ξαναγεμίζουν αυτομάτως, καθώς η οικονομία θα συρρικνώνεται και θα επεκτείνεται, δημιουργώντας έτσι έναν αυτόματο σταθεροποιητή. Ο νόμος Χάμφρεϊ-Χόκινς, εάν εφαρμοζόταν, θα μείωνε σημαντικά τη διακριτική ευχέρεια των πολιτικών σχετικά με την αντικυκλική πολιτική, δημιουργώντας παράλληλα έναν πολύ ισχυρότερο σταθεροποιητή σε σχέση με τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που επικαλούνται σήμερα οι κυβερνήσεις.
Βεβαίως, τόσο ο σχεδιασμός όσο και η εφαρμογή μιας τέτοιας εγγυημένης εργασίας θα δημιουργούσαν προβλήματα. Αλλά και για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να τις αντιμετωπίσουμε και όχι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα -όπως κάνει ο Ρογκόφ- ότι «με τη νομισματική πολιτική να παρεμποδίζεται και τη δημοσιονομική πολιτική να αποτελεί το κύριο παιχνίδι “στην πόλη”, πρέπει να αναμένουμε επιχειρηματικούς κύκλους με μεγαλύτερη μεταβλητότητα». Διαθέτουμε τη νοημοσύνη για να επιτύχουμε κάτι καλύτερο από αυτό.
Copyright: Project Syndicate, 2020
www.project-syndicate.org